United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ο Μήτρος έχει αυτήν την χάριν. — Αυτός θα νάνε, επανέλαβεν επιμένουσα εις τον στοχασμόν της. Και η λυγερή ήθελε να πορευθή προς τα εκεί. Ησθάνετο την ανάγκην να ίδη αν ήτο τω όντι ο Μήτρος ο αυλών. Τούτο δε όχι διά τίποτε άλλο παρά διά να βεβαιωθή και μόνον! Κ' επανελάμβανε την σκέψιν της αυτήν, ωσεί συναισθανομένη ενοχήν και θέλουσα να δικαιολογηθή προς τον εαυτόν της.

Ο καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή. — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν. — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό. — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα! — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, λέει, το χωριό.

Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.

Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.

Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος, επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου, αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας!

Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε·Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών.

Άρα λοιπόν, επανέλαβεν εκείνη, νομίζεις ότι αρκεί να λέγωμεν απλώς, ότι οι άνθρωποι έχουν έρωτα προς το αγαθόν; — Ναι, είπα. — Αλλά πώς! δεν είνε ανάγκη να προστεθή ότι ο έρως αυτών αποβλέπει και εις το να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν; — Βέβαια πρέπει να προστεθή και αυτό.

Καθένας έχει την θρησκείαν του. Η ηγουμένη έδακνε τα χείλη, και δεν είχε πλέον τι να είπη. — Ώστε βλέπετε, επανέλαβεν η Αϊμά, ότι δεν μ' έφεραν εδώ διά να βαπτισθώ, καθώς σας έλεγα. Η ηγουμένη δεν απήντησε. — Διότι κανείς δεν βαπτίζεται δυο φοράς, εκτός εκείνων οπού αλλάζουν την θρησκείαν των. Και επειδή η εδική μου είνε η καλλιτέρα, δεν θέλω να την αλλάξω.

Εγώ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος· ησθάνετο δε μεγίστην ατολμίαν και ελυπείτο διότι δεν ήτο φύσει θρασύτερος, ώστε να ψευσθή μετ' ευχερείας. — Και ποίος άλλος; επανέλαβεν ο αρχηγός. Υπάρχει εδώ άλλος, όστις να δύναται να κάμη τοιούτον έγκλημα; Την κόρην σου, την κόρην σου να πωλήσης! — Ποιος το είπεν! Είνε ψέμματα, είπεν ο Πρωτόγυφτος, αποκτήσας προσκαίρως την δύναμιν του ψεύδους.

Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος. — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες; — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος. — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.