United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημήτρης περιέφερε το βλέμμα πέριξ θολόν χωρίς να διακρίνη τι κ' αίφνης ετράπη φεύγων διά της αγοράς ταχέως, ίνα μη ίδη και ακούση τα σαρκαστικά βλέμματα και τας ύβρεις των χωρικών. . . Η απελπισία του Δημήτρη δεν είχε πλέον όρια.

Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν· αυτή ήθελε να ίδη. — Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως. Κ' επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ' εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου.

Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασα αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν' αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον: — Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; — Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα.

Όσο για μένα, παραδέχουμαι ταρχαίο το ρητό «καλόν εντάφιον η βασιλεία». Σ' αυτά τα λόγια της Θεοδώρας μήτε ο Ιουστινιανός μήτε οι αυλικοί του δεν μπορέσανε να βαστάξουνε. Τότρεμε πάντα το βλέμμα της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός.

Διότι εις ό,τι προ πάντων παρασύρονται οι άνθρωποι, δηλαδή εις τας μεγαλιτέρας ηδονάς και ύβρεις και κάθε είδους ανοησίας, αυτό το εξεδίωξε ο νόμος μας από όλην ανεξαιρέτως την χώραν, και δεν είναι δυνατόν να ιδή το βλέμμα σου, είτε εις τους αγρούς είτε εις τας πόλεις, όσας προσέχουν οι Σπαρτιάται, ούτε συμπόσια ούτε όλα τα άλλα, όσα συνοδεύουν αυτά και διεγείρουν όσον το δυνατόν όλας τας ηδονάς, ούτε υπάρχει κανείς, όστις θα απαντήση τραγουδιστήν μεθυσμένον και δεν θα του επιβάλη αμέσως την μεγαλιτέραν ποινήν, και ούτε αν προφασισθή ότι εορτάζει τα Διονύσια θα τον απολύση, καθώς είδα εγώ μίαν φοράν εις τον τόπον σας μέσα εις τας αμάξας, ομοίως δε και εις τον Τάραντα εις τα μέρη όλων των ιδικών σας αποίκων είδα όλην την πόλιν να είναι μεθυσμένοι κατά τας εορτάς των Διονυσίων.

Το βλέμμα του εξέφραζεν απορίαν. Διετύπωσε δε καθ' εαυτόν την επομένην σκέψιν, μη τολμών και να εκφράση αυτήν· — Α! φεύγει. Τόσον καλλίτερα! Όσον διά την Αϊμάν, αύτη εκοιμάτο ανήσυχον ύπνον. Και όχι μόνον εκοιμάτο, αλλά και ωνειρεύετο. Τούτο εδείκνυον τα κινήματα, άτινα ετάραττον αιφνιδίως το σώμα αυτής, και οι ελαφροί στεναγμοί, οι εξερχόμενοι εκ του στήθους της.

Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ' έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο είς προς τον άλλον.

Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικράν και της είπεν απλώς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτή ήξευρε: — Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις. Κ' η μικρά ελούφαξεν ως εκ θαύματος. Μόλις άνοιξα το στόμα μου, κ' επρόφερα: Αναστάσεως ημέρα, Λαμπρυνθώμεν λαοί. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα...

Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;

Κάθησε και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα τόσο φωτεινό και βαθύ, σα να ήθελε να με κάμη να δω το βάθος της ψυχής της. — Πρέπει να μάθης ποιο είταν το χειρότερο απ' όλα, είπε.