United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά να βολιδοσκοπήση τας διαθέσεις του, του ανήγγειλε μίαν ημέραν ότι επλησίαζε να συμπληρώση τον αριθμόν των φλωριών τα οποία θα προσέφερε κατά τον αρραβώνα εις την Πηγήν, η οποία εξ άλλου είχε σχεδόν έτοιμα τα προικιά της. Αλλ' ο Μανώλης δεν ήθελε ν' ακούση τίποτε πλέον περί αυτού του συνοικεσίου.

Ο δε Μανώλης, αφού εδέχθη κάμποσα χαλίκια κατάστηθα, ηναγκάσθη να αποχωρήση και απεμακρύνθη επαναλαμβάνων την απειλήν του, ενώ οι βουκόλοι εκραύγαζαν κατόπιν του: — Κού-κου! Κού-κου, Πατούχα!

Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.

Ο Μανώλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα διά να τον παραδώση εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα.

Αλλ' ο Μανώλης, λαμβάνων κατοχήν του σπιτιού, είχε και απωτέρας βλέψεις, διότι προέβλεπεν ότι η μακροθυμία και η ενδοτικόιης του πατρός του δεν θα διήρκουν επί μακρόν. Και ο Σαϊτονικολής όμως έδωκε την συγκατάθεσίν του υπό ένα όρον, αποβλέποντα εις τον σκοπόν του· ότι μόνον κατά τας εορτάς θα ήτο ανοικτόν το καφενείον, κατά δε τας άλλας ημέρας ο Μανώλης θα τον εβοήθει εις τας γεωργικάς εργασίας.

Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κ' είντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα τώκαμα. — Κιαμ' η αγουρίδα που μούλεγες; — Εθάρρουνα κ' εγώ, μα σαν έχη αράπικο ινάτι είντα θες να κάμω; Ο Μανώλης εστέναξε. — Κιαμ' εδά; είπε περίλυπος.

Αλλά και όσοι είχαν την μεγαλειτέραν διάθεσιν να γελάσουν με τον Μανώλην, ηναγκάζοντο ν' αναγνωρίσουν ότι παρουσίαζε το εξωτερικόν σπανίας σωματικής δυνάμεως και ευρωστίας. Και τι θα εγίνετο ακόμη! Χωρίς δε την αγροικίαν του θα ηδύνατο να καταλεχθή και μεταξύ των ωραιοτέρων νέων του χωριού. — Όρτσες! εφώναξε μετ' ολίγον προς τον λυράρην ο Μανώλης, αρχίσας να ενθουσιάζεται.

Ο Μανώλης, όστις εγνώριζε μεν κάτι τι και από πριν, διέκρινε δε και ολίγας λέξεις εκ των πολυήχων κραυγών της νευροπαθούς γυναικός, ενόμισεν ότι την φοράν ταύτην δεν ήτο υπόχρεως να σεβασθή τους όρους της σιωπηλής συμβάσεως, ήτις ίσχυε μεταξύ των δύο αντιπάλων κομμάτων, όπως οι άνθρωποι του ενός κόμματος μη επιτρέχωσιν αδιακρίτως προς ψηφοθηρίαν εις το αυτό μέρος όπου έχουσιν ήδη εισβάλει οι οπαδοί του άλλου, και έσπευσε να παραβιάση την σύμβασιν.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.