United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και όρκο σεις πού κάνετε; μήπως στα σιδερένια του Βυζαντίου είδωλα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις να έχης έννοια ποια θεία είνε πράγματα τα πειο σωστά και καθαρά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, περσσότερο και από κάθε άλλη φορά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κάθησε λοιπόν εις το σκαμνί το ιερό. Να, κάθουμαι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πάρε κι' αυτόν τον στέφανον. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• μα έτσι κάνουμε σε όσους θα μυήσουμε.

Ώστε όταν έδιδες τα χείλη σου εις τον άλλον, η καρδιά σου πετούσε σε μένα. Ποτέ εκείνος δεν με είδεν εμπρός του έτσι. Ποτέ μαζή του δεν ησθάνθην ό,τι αισθάνομαι μαζή σου. Η αγάπη μου, η τρέλλα μου, το πάθος μου, ούτε έσβυσε, ούτε θα σβύση. Θυμήσου, Κώστα μου, θυμήσου πόσο ευτυχείς είμεθα. Πώς έλεγες ότι καμμιά άλλη γυναίκα δεν σε έκανε τόσον ευτυχή.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθηςτον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτετο χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα «Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε, κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη· 260 παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη, Μον τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.

Και εκ των Αθηνών ύστερον εστάλη και άλλη επικουρία, τεσσαράκοντα μεν πλοία υπό τον Θουκυδίδην και τον Άγνωνα και τον Φορμίωνα, είκοσι δε υπό τον Τληπόλεμον και τον Αντικλέα, και τριάκοντα εκ της Χίου και της Λέσβου.

Η κοιλάς εβυθίζετο ολοένα κάτω αυτού βαθύτερον, ο ορίζων εγίνετο ευρύτερος· εδώ μία χιονοσκεπής κορυφή, πάρα πέρα άλλη και μετ' ολίγον η φωταυγής λευκή άλυσις των Άλπεων. Ο Ρούντυ ήξευρε το κάθε βουνόν· επλησίασε το Σρεκχόρν, το οποίον εκτείνει υψηλά εις τον κυανούν αιθέρα το πέτρινον δάκτυλό του, το πασπαλισμένο με χιόνι.

«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην. Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον. Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε προσηλυτίσει.

Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του.

Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ' αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ' εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα το γλαυκόφεγγο το γλυκοϋπνιασμένο. . . Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι.