United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.

Έπειτα αρπάσας διά της αριστεράς την κόμην της και εξακολουθών να παρατηρή εις το κάτοπτρον, απέκοψε διά της δεξιάς, εις την οποίαν εκράτει σπάθην, την κεφαλήν της, και πριν εγερθούν εκ του ύπνου αι αδελφαί της, έφυγε.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Αφήκε πάλι ο Γελιμέρος στα χέρια του Βελισάριου όλο του το στρατόπεδο κ' έφυγε. Πήγε στα βουνά της Νουμίδιας και κρύφτηκε σε μια σπηλιά. Όσοι από τους Βαντάλους γλυτώσανε, φαγωθήκανε με τους συμμάχους τους τους Μαυρούσιους. Ως κ' η Σαρδινία κ' η Κόρσικα και μερικά άλλα νησιά υποταχτήκανε. Παραδόθηκε τέλος κι ο Γελιμέρος, και σε τρεις μήνες μέσα κατρακύλισε και πήγε όλη η Βανταλική Αυτοκρατορία.

Αυτή η τομή μ' έκανε να βγάλω μια τρομερή φωνή, που ο χειρούργος μου έπεσε τ' ανάσκελα· και νομίζοντας, πως έσκιζε το διάβολο, έφυγε πεθαμένος του φόβου και μάλιστα, καθώς έτρεχε, γκρεμίστηκε από τη σκάλα.

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.

Βλέπει τα χρήματα ο Πολέμωνας και θεριεύει. Όχι που τάχα το πρόσβαλε ο Ηρώδης, μόνο που δεν τούστειλε πιώτερα! Αναγκάστηκε λοιπόν ο βαθύπλουτος Αθηναίος και τις έκαμε 250 χιλιάδες μα ύστερα έφυγε, λέγουνε, νύχτα από τη Σμύρνη. Τόση δύναμη την είχαν, τόση αχορτασία, τόση αγυρτεία οι περίφημοι αυτοί λύκοι της Ρωμαιοκρατίας.

Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία. Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ' οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι δεν είχε πάθει τίποτε.