United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφήκε πάλι ο Γελιμέρος στα χέρια του Βελισάριου όλο του το στρατόπεδο κ' έφυγε. Πήγε στα βουνά της Νουμίδιας και κρύφτηκε σε μια σπηλιά. Όσοι από τους Βαντάλους γλυτώσανε, φαγωθήκανε με τους συμμάχους τους τους Μαυρούσιους. Ως κ' η Σαρδινία κ' η Κόρσικα και μερικά άλλα νησιά υποταχτήκανε. Παραδόθηκε τέλος κι ο Γελιμέρος, και σε τρεις μήνες μέσα κατρακύλισε και πήγε όλη η Βανταλική Αυτοκρατορία.

Την ευτυχία αυτή την απόχτησα, την απόχτησα όπως την αποχτά ένας μόνο μες τους χίλιους, μα ο θάνατος, που δεν ήθελα να τονέ στοχαστώ ποτέ, ήρθε και κρύφτηκε αόρατος πίσω μου. Μου πήρε το μικρό μου αγόρι με ταγγελικά μάτια και τα χρυσά μαλλιά.

Οι καλόγεροι αποσταμένοι, άλλοι από την ορθοστασία της ακολουθίας, άλλοι από τον κάματο της ημέρας που έρχουνταν ολοένα απ' τα χωράφια τους, δίπλοναν τα ποτηράκια. Και με το δίπλωμα, η κουβέντα δούλευε. Ο ηγούμενος στο πλάι μου, μου ιστορούσε τα θαύματα της Εικόνας, της Παναγίας της Μονής, που απ' τον καιρό της εικονομαχίας, έφυγε από τη Προύσσα κι ήρθε και κρύφτηκε σ' αυτούς τούς βράχους.

Ο Σβεν νόμισε πως ο κύριος δεν άκουσε και ξαναείπε για να του εξηγήση: — Θα κόψω τα μαλλιά μου για να μη φαίνουμαι σαν κορίτσι. Μα ο ξένος κύριος κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του και ψιθύρισε κάτι, που έκανε τη μαμά να πη του αγαπημένου της να σωπάση. Έπειτα έμεινε άφωνος ο Σβεν σ' όλον το δρόμο και καθότανε όλως διόλου ακίνητος, σα να στοχαζότανε κάτι.

ΑΝΑΤ. Α κατάλαβα.. φοβητσιάρη είναι κρύφτηκε να μη δγη κανείςχιώτη πολύ φοβάται χάψι, γιατί πέφτη ιχτυμπάρι του και ντε τέλει να δγη κανείς.... εκείνο τώρα απ' το φόβο του κατουρήθηκε, άφστο, άφστο, μην το πειράζη κανένας. ΣΤΡ. Ορίστε μέσα κι' αφεντοξυλιά σου, που μέθυσες σήμερα τον κόσμο, και μας έκαμες κ' ευγάλανε τα ποδάρια μας νερό.

Κ' ήταν η πηγή σε πολύ γούπατο και γύρω της όλος ο τόπος γεμάτος από αρκουδόβατα και βάτα και χαμηλούς κέντρους κι' ασκόλυμπρους· εύκολα μπορούσε να κάνη εκεί καρτέρι και λύκος αληθινός. Αφού κρύφτηκε στο μέρος αυτό ο Δόρκωνας περίμενε την ώρα του ποτίσματος κ' έλπιζε πολύ ν' αρπάξη τη Χλόη, τρομάζοντάς τη με τη θωριά του.

Η ξιφολόγχη έγινε επίσης ο αποχρών λόγος του θανάτου μερικών χιλιάδων ανθρώπων. Το όλον μπορούσε πολύ καλά να λογαριαστή σε καμιά τριανταριά χιλιάδες ψυχές. Ο Αγαθούλης, που έτρεμε σαν φιλοσοφος, κρύφτηκε όσο μπορούσε καλύτερα κατά τη διάρκεια αυτού του ηρωικού μακελλιού.

Την άλλη μέρα, μέσα στη σκοτεινή ακόμη νύχτα, ο Τριστάνος, αφήνοντας την καλύβα του Όρρι του δασοκόμου, πήρε το δρόμο του παλατιού μέσα από πυκνές συστάδες βάτων και δέντρων. Καθώς έβγαινε από μια λόχμη, κύτταξε πέρα σ' ένα πλάτωμα κ' είδε τον Γκοντοΐν που έβγαινε από τον πύργο του. Ο Τριστάνος κρύφτηκε μέσα στα βάτα και σμούλωξε παραμονεύοντας: «Α! Θεέ!

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Μ' άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συγνεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα η όμορφη εξοχή, οι κόποι και τα βάσανα των χωρικών η σταφίδα τους η πολυβασανισμένη, όλα, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού.