United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μισή γλώσσα είναι γλώσσα που της έβγαλαν κι άλλο ένα όνομα· τη λένε πως είναι απλή · γιατί τάχα; Γιατί ανακατώνει πολλές γλώσσες, δηλαδή γιατί γραμματική δεν έχεικαι πώς να μην είναι απλή, αφού είναι κι ακανόνιστη; Μάλιστα θα σου πούνε πως είναι σωστή αηδία η γραμματική. Ανυπόφορο πράμα, δυσάρεστο, σιχαμένο.

Θα συνάξουν από τον κόσμον τα «υπέρπυρα» και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά». Και την κακήν ασθένειαν όπου έλεγεν ο Χρονογράφος, εκείνος ο γέρος ο γελαστός την εξηγούσε ότι είνε τα λούσα τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είνε κακή ασθένεια κολλητική σαν την πανούκλα. — Και τι είνε τάχα αυτοί οι «ομογενείςΗρώτησεν ο Σπύρος, συγκινηθείς ολίγον και ακούων μετά προσοχής.

Ή τάχα τόσον αγαθαί είναι αι αναγκαίαι, όσον και το μη κακόν είναι αγαθόν; Ή μήπως είναι μέχρι τινός αγαθαί; Διότι εις όσας δεν υπάρχει υπερβολή του καλλιτέρου, δεν υπάρχει υπερβολή ούτε της ηδονής, εις όσα δε υπάρχει, υπάρχει και της ηδονής. Υπάρχει δε εις τα σωματικά αγαθά υπερβολή, και ο ποταπός είναι τοιούτος, διότι επιδιώκει την υπερβολήν, και όχι τα αναγκαία.

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας! Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην.

Ίσως χωρίς την αποσβόλωσιν εκείνην θα είχε την ετοιμότητα και το θάρρος ν' αντιμετωπίση και το όπλον του Στρατή. Τάχα ήτο αδύνατον να του επιτεθή και να τον αφοπλίση; Τόση ήτο η αθυμία και η απελπισία του ώστε σχεδόν αμφέβαλλεν αν ήτο ζωντανός, αν δεν ήτο σκιά. Εβάδιζεν ως φάντασμα και αι δυνάμεις του είχαν εξαντληθή εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έν φύσημα ηδύνατο να τον ανατρέψη.

Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα.

Ποιος θα με βαστούσε εμένα, αν είμουνα Παναγιά; Και τι τάχα; Τέτοιες αρρώστιες θα γιάτρεβα μόνο; Θα γιάτρεβα, παιδιά μου, και τις αρρώστιες της ψυχής.

Και λοιπόν τάχα δεν ορίζομεν το ίδιον πράγμα είτε μας ερωτήσουν τον ορισμόν και απαντήσωμεν με το όνομα, είτε μας ερωτήσουν το όνομα και απαντήσωμεν με τον ορισμόν, και ειπούμεν ως όνομα το άρτιον, ως ορισμόν δε τον εις δύο διαιρούμενον αριθμόν, το οποίον είναι έν και το αυτό; Βεβαιότατα.

Ο Πέτρος ήταν εκείνος, ο φρόνιμος δουλευτής ή κανένας φοβερός προπάππος του; Αληθινά κρατούσε στο χέρι τα ειρηνικά ύπεργα ή το βρόχο που έρριχνε ο Λιβέρτης καβαλλάρης κ' έσερνε τον εχτρό κατόπιν του ώστε ν' αφήση τα κρέατά του στ' αγκάθια; Κ' εκείνα τα πουλιά που πετούσαν τώρα αποπάνου του, ήταν τάχα καλιακούδες ή τα κοράκια που συντρόφευαν λιμασμένα τους προπάτορές του στους κάμπους του Ευμορφόπουλου, ελπίζοντας άμετρη τροφή από τ' ακούραστο χέρι τους ;

ΚΡΕΟΥΣΑ Η μια να φέρνη θάνατο, κ' η άλλη να γιατρεύη. Πώς της σταγόνες έβαλεν εις του παιδιού το σώμα; ΚΡΕΟΥΣΑ Χρυσόδετες της έδωκε• κι' αυτός εις τον πατέρα μου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κ' εκείνος όταν πέθανε της άφησεεσένα; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το διπλό δώρο της θεάς ποιά δύναμι έχει τώρα; ΚΡΕΟΥΣΑ Η μια σταγόνα, που 'πεσε απ' τη βαθειά τη φλέβα.. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ε, τι την κάνουνε αυτήν; ποιά δύναμι έχει τάχα;