United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ Στου σοφού δασκάλου την ερώτησι: ποια η αιτία κ' η αφορμή που ύπνο φέρνει τ' όπιον θα δώσω την εξής απάντησι: Μέσα σ' αυτό το φάρμακο ουσία υπάρχει υπνωτική που έχει την ιδιότητα της αισθήσεις να ναρκώνη. ΧΟΡΟΣ Ωραία η απάντησις, να εισέλθη είναι άξιος στο συνάφι των γιατρών. Καλή 'νε η απάντησις.

Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλων με διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαι απάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω. Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος. Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξω και γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω, και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω.

Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα.

Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440 «όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος, και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης• λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα. όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι• παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου. νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου εβγήκαμε εις τον πόλεμο, καιτα βυζί 'χε βρέφος, 'πουτων αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει. ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450 και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξηταις αγκάλαις και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου, τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.

«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!

ΑΔΜΗΤΟΣ Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Για 'κείνην μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; επέθανε ή ζη; ΑΔΜΗΤΟΣ Και είναι και δεν είναι και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;

Αλυσσίδες βαρυές στα χέρια του κρεμάσαν; Στέκεται γερά ή λιγοθύμησεν ο γυόκας μου; Θα βαστάξω κλειστά τα μάτια μου από τον τρόμο. Λέγε μου τι είδες, γειτόνισσα που με κρατάς από το χέρι; Β'. ΜΑΝΝΑ. Στα λυπητερά τα λόγια της, απάντησι να δώσω δεν αντέχω κι' όλο τα μάγουλά μου με τα δάκρυα μου βρέχω.

Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· «Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».

Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνουςτο σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».

Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη φοβάσαι!... — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να ειπής τον κακό σου λόγο; — Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου; Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί, εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ, παιδί μου, δεν είνε για σένα.