United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη. — Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι.

Και ο μεν Ευριπίδης λέγει : ... Ποθεί βροχήν το ξηραμμένο χώμα. Το φορτωμένο σύννεφο ποθεί την γην να βρέξη. Επίσης και ο Ηράκλειτος ως εξήγησιν της φιλίας φέρει την αντίθεσιν των συμφερόντων και λέγει ότι: «από τα διαφέροντα γεννάται καλή αρμονία και ότι τα γεννά η διχόνοια». Αντιθέτως δε προς αυτούς άλλοι πολλοί και ο Εμπεδοκλής πρεσβεύουν ότι το όμοιον επιζητεί το όμοιον.

ΑΝΑΤ. Μάτε τώρασύκο ένα σου ποντάρι χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέωντας. ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα. ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου. ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε. ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναιετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.

Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς.

Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, άρχισε ο γέρο-Νέστορας να γνωμοπλέχνει πρώτος, π' απ' όλων πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η σκέψη.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

ΙΩΝ Ώ Κηφισέ πατέρα, με το κεφάλι ταύρου, πώς γέννησες ετούτη τη φοβερή οχιά, το φείδι με τα μάτια που τέτοιες φλόγες βγάζουν, και όλα τα τολμάει αυτή, όπου δεν έχει απ'της Γοργόνας το αίμα λιγώτερο φαρμάκι που γήρευε με κείνο για να σκοτώση, εμέ! Είχα καλή την τύχη, πριν στην Αθήνα φθάσω χαμένος να μην πάω από τη μητρυιά!

Γελούσαν και οι τρεις, το κορίτσι με κατεβασμένο το κεφάλι, ο Τζατσίντο αγγίζοντας το λαιμό του αλόγου. «Έφις», είπε ο ιερέας, τινάζοντας με το μαντήλι το ταμπάκο από το στήθος του, «να ο ντον Πρέντου. Καλύτερα, θα έχουμε και λίγη κακογλωσσιά. Και ο δικός σας ο Τζατσίντο είναι καλό παιδί∙ έρχεται στη λειτουργία και στις παρακλήσεις. Έχει καλή ανατροφή και είναι καταδεχτικός.

Ας σφαλήξουμε λοιπόν ταργαστήρια μας, ας στουπώσουμε ταυτιά μας, ας δέσουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτειάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλονού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κ' οι Βούλγαροι, γιατί σπουδάζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.