United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπομονή, στα βάσανα οπού τραβάει η καρδιά μου, Ίδες να έχη κι' άλλη μια, να ζήσης, Έρωτά μου; Φθοροποιόν και άσπλαχνον ο κόσμος σ' ονομάζουν, Ως και οι ίδιοι σκλάβοι σου σκληρότατο σε κράζουν. Ρώτα και την καρδούλα μου την παραφλογισμένη, Πώς στην πληγή της χαίρεται πολύ ευχαριστημένη. Όσο τα βάσανα σ' αυτή, τους πόνους αβγατίζεις, Τόσο και πλιότερη ηδονή στα φύλλα της χαρίζεις.

Συμπαθώ εξ όλης καρδίας προς τους πόνους σου, ω Καίσαρ, και μετ' εμού συμπονούσι και η γη και αι θάλασσαι, χωρίς να συμπεριλάβω τον Βινίκιον, όστις έχει λατρείαν διά σε εις το βάθος της ψυχής του. — Μου ήτο πάντοτε προσφιλής και ούτος, είπεν ο Νέρων, αν και υπηρετή τον Άρην και όχι τας Μούσας . . .

Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους.

Τα άγρια ζώα όμως από στενοχωρίαν, δηλαδή διότι επληγώθησαν ή διότι φοβούνται, άλλως όμως αν ευρίσκωνται μέσα εις πυκνόν δάσος ή εις λίμνην δεν πλησιάζουν. Επομένως δεν είναι ανδρεία, διότι ορμούν εις τον κίνδυνον, επειδή παρορμώνται από πόνους και έξαψιν, και επειδή δεν προβλέπουν κανένα φόβον, διότι τοιούτοι ανδρείοι είναι και οι όνοι, όταν πεινούν.

Έπειτα τ' άλλα πήρε ομπρός κοπάδια των οχτρώνε με το κοντάρι το σπαθί και με βαριές κοτρώνες, 265 όσο έτσι οχ την πληγή ζεστό ακόμα τούτρεχε αίμας. Μα σαν ξεράθηκε η πληγή και τούπαψε το αίμας κι' άρχισαν πόνοι σουγλεροί ναν του μασούν τα σπλάχνα, 268 τότες στ' αμάξι ανέβηκε και τ' αμαξά στα πλοία 273 τούπε να πάει, τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους.

Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τάλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τάχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κ' η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κ' ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν είταν από την πολλή τη χαρά.

Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο. — Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ. — Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο. — Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε. — Εγώ; Ποτέ!

Η ανθρωπίνη φύσις, εξηκολούθησα, έχει τα όριά της· δύναται να υποφέρη χαρές, θλίψες, πόνους μέχρις ενός βαθμού, καταστρέφεται δε ευθύς όταν ο βαθμός αυτός ξεπερασθή.

Κι' αντίς να σε στερεύομαι, και ν' απερνώ τους χρόνους Σα σε ζυντάνι σκοτεινό με πάθια και με πόνους. Την άχαρη μου αναπνοή δε μ' εμποδάει να σβύσω, Και οχ τα μελλούμενα πικρά και θλίψες μου να γλύσω. Τι θέλα ειπή ένας θάνατος κοντά σε χίλιους άλλους. Στου χωρισμού σου της στιμαίς θανάτους πλιο μεγάλους.

Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.