United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον ταχυδρόμον τούτον δεν ηδυνάμην να μη θεωρώ αίτιον του φόνου του δυστυχούς αδελφού μου. Ο καθ' αυτό φονεύς είχε παραφρονήσει ενώπιόν μου, κατ' αυτήν την πρώτην δικαστικήν ανάκρισιν, ευθύς ως εβεβαιώθη τίνος καρδίαν διεπέρασεν η σφαίρα, ην διηύθυνε κατά του φονέως του αδελφοποιτού του.

Είπ' ο Δαμοίτας κ' έπαψε κ' εφίλησε το Δάφνι και μια φλογέρα τούδωκε· κ' ευθύς γι' αντιδοσίδι ένα σουραύλι εχάρισεν ο Δάφνις στο Δαμοίτα. Και το σουραύλι παίζοντας, παίζοντας τη φλογέρα, τα δαμαλάκια εχόρευαν στη μαλακή τη χλόη. Κ' έτσι κανείς δε νίκησε τον άλλο στο τραγούδι. Τα πρόβατά του βόσκοντας απάντησ' ο Μενάλκας απάνω στα ψηλά βουνά το Δάφνι το βουκόλο.

Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ' απήτει μάλιστα επιμόνως παρ' αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι' όλον τον κόσμον η Σμάλτω.

Εγνώριζε καλώς ότι ο Φλεβάρης δεν ηυχαριστείτο καθόλου να βλέπη τον Ασπρίλην, διότι ευθύς ενθυμείτο εποχήν, κατά την οποίαν έπαθεν ό,τι ο Ήφαιστος από τον Άρην, ήτο δε βέβαιον ότι ήθελε μεγάλως ευχαριστηθή αν απεπέμπετο καθ' ολοκληρίαν της συντροφιάς των. — Α! δε 'μπορεί, είπε δώδεκα κ' η βάρκα γέρνει ούτ' ένας 'λιγώτερος ούτε περισσότερος. . . Αλλά 'μπορούμε να του κάνωμε έν' άλλο. — Σαν τι;

Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος και ο Πολυλαμπής». Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.

Κατέφθασαν και άλλοι εκ διαφόρων μερών και ήναψαν την πυράν, η οποία ευθύς ανέδωκε μεγάλην φλόγα, διότι, ως είπα, απετελείτο από δαδιά και φρύγανα• εκείνος δε, και τώρα σε παρακαλώ να συγκεντρώσης όλην σου την προσοχήν, απέθεσε την πήραν, τον μανδύαν και το Ηράκλειον ρόπαλον το οποίον εκράτει και έμεινε μόνον με υποκάμισον φοβερά ρυπαρόν. Έπειτα εζήτησε λιβανωτόν διά να το ρίψη εις την πυράν.

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.

Προ της εισόδου κάθηνται εις μικράν τράπεζαν δύο εύθυμοι παπάδες συμπίνοντες μετά χωρικών και καραγωγέων ρητινίτην παρεχόμενον υπό δύο γειτονικών οινοπωλείων, τα οποία ωνόμασαν προσφυέστατα οι ιδιοκτήται αυτών το μεν «Ανάπαυσις» και το άλλο «Ματαιότης». Ευθύς δ' άμα υπερβή την πύλην, ευρίσκεται ο επισκέπτης προ μαύρου πίνακος φέροντος την επιγραφήν «Απαγορεύεται εις τους σκύλους να εισέρχωνται, επίσης και να κόπτουν άνθη», της οποίας η χρησιμότης φαίνεται κάπως αμφίβολος, εκτός αν υποτεθή, ότι ξεύρουν οι σκύλοι της Βάθειας ανάγνωσιν ή συνειθίζουν να κόπτουν άνθη.

Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.

Και με όλον που ήτον σκοτισμένος ο Κουλούφ δι' αυτά, έλαβε πνεύμα διά να κρύψη τον θαυμασμόν του, και ευθύς επρόσταξε διά να ξεφορτώσουν τα καμήλια, και τες πραγματείες να τες βάλλουν εις τα μαγαζιά. Και εις το αναμεταξύ που εξεφόρτωναν τα καμήλια, ο Κατής, ο Μουζαφέρ και ο Ταχέρ έλαβαν θέλημα από τον Κουλούφ και ανεχώρησαν εις τες οικίες τους, πιστεύοντες αληθώς να ήτον αυτός υιός του Μασούδ.