United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια. ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.

— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε; Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα. — Μπρε! έκαμε μ' απορία.

Αλυσσίδες βαρυές στα χέρια του κρεμάσαν; Στέκεται γερά ή λιγοθύμησεν ο γυόκας μου; Θα βαστάξω κλειστά τα μάτια μου από τον τρόμο. Λέγε μου τι είδες, γειτόνισσα που με κρατάς από το χέρι; Β'. ΜΑΝΝΑ. Στα λυπητερά τα λόγια της, απάντησι να δώσω δεν αντέχω κι' όλο τα μάγουλά μου με τα δάκρυα μου βρέχω.

Σκυμμένο είταν το πρόσωπό της, λυπητερά κοίταζε κάτω στο χώμα και δε μ' έβλεπε. Άμα βρέθηκα κοντά της, σηκώθηκε. — Αχ! Πάλμο μου, εσύ είσαι; Έλα, έλα να σου μιλήσω. Καλά που έρχεσαι! Έλα να σου δείξω ένα γράμμα που μου έφεραν το πρωί, σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Έχω ζάλη. Δεν έπρεπε να το διαβάσω αφτό το γράμμα. Άσκημα έκαμα που το διάβασα και θέλω να με μαλλώσης. Αχ!

Προσπαθώ να μη σας φέρνω στη μνήμη σας λυπητερά πράματα. Είμουνα όμως αυτές τις μέρες τόσο περίεργη, τόσο περίεργη . . . Μα τώρα δε θα μου το αρνηθήτε αυτό, γιαγιά μου, δε θα μου το αρνηθήτε. Θα μου τα πήτε όλα.

Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά: — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου. Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά.

Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο...

Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα.

Μια γροθιά δεν μπορεί να δώση. Ένα πράμα έμαθε μοναχά, πως «Αρχή Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδή ξέρει πως εδώ υπονοείται το «εστί». Αυτό ξέρει, κι αυτό όχι πάντα. Ας ταφήσουμε όμως αυτά τα λυπητερά για την ώρα, κι ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία μας.