United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού το αποτελείωσε με μαγικές τέχνες, τώκλεισε μέσα σ' ένα μπουκαλάκι και είπε κρυφά στη Βραγγίνα. — Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση.

ΘΕΡΑΠΩΝ Τη δοξασμένη μας κυρά, την κόρη του Ερεχθέως, γυναίκες, που θα την ευρώ; Ολόκληρη την πόλι εγύρισα ζητώντας την, και όμως δεν τη βρήκα. ΧΟΡΟΣ Δούλε και συ, καθώς εμείς, τι τάχατε συμβαίνει; πως τρέχεις τόσο γρήγορα και λόγο ποιόν μας φέρνεις; ΘΕΡΑΠΩΝ Μας κυνηγούν οι άρχοντες της χώρας τη γυρεύουν να την πετροβολήσουνε. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο!

Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγαν χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα. — Καλώς ταδέχτης, καλώς ταδέχτης, γειτόνισσα. — Καλώς ταδέχτης, εξαδέλφη. — Ευχαριστώ, καλό νάχετε. Η Ασημήνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα, η κόρη της.

Αλλά συ δεν τα ειξεύρεις αυτά, κόρη μου. Στοιχηματίζω ότι αγνοείς και αν υπήρξε ποτε Σολομών. Τόσον καλλίτερον αγνόει, κόρη μου, αγνόει, επέφερε με αλλόκοτον μειδίαμα η μοναχή. Όσον πλειότερον αγνοείς, τόσον ευτυχεστέρα είσαι.

Μα πώς, αφού έχω αίμα νοθεμένο; του είπε κείνη με πονηρό χαμόγελο. — Σε μένα μιλάς ή στον αδερφό μου; τη ρώτησε πειραγμένος ο Δημητράκης. Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο· γιατί με σκας; — Γιατί σ' αγαπώ· φώναξε η κόρη ακράτητη. Την άλλη μέρα που ξεμυστηρεύτηκε την απόφασή του στον Αριστόδημο, εκείνος σούφρωσε τα φρύδια του κ' έμεινε σκεφτικός για πολλή ώρα.

ΑΓΓΕΛΟΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Κόρη του Τυνδάρου, Κλυταιμνήστρα, έξελθε της σκηνής ν' ακούσης ό,τι θα σοι είπω. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ήκουσα την φωνήν σου και έσπευσα να εξέλθω έντρομος η δυστυχής και φοβουμένη μήπως έρχεσαι να μοι αναγγείλης και άλλην τινά ίσως νέαν συμφοράν. ΑΓΓΕΛΟΣ Όχι, αλλά θαυμάσια και μέγιστα συμβάντα έρχομαι να σοι αναγγείλω περί της θυγατρός σου.

Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένην καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν, επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλλιτερεύη ολίγον, την πρώτην βραδειάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον.

Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Ως πρότυπον δε θα μας χρησιμεύσουν η άλλη Θεανώ η σύζυγος του Ανχίνορος, η Αρήτη και η κόρη αυτής Ναυσικάα και οιαδήποτε άλλη η οποία έφθασεν εις την μεγαλειτέραν εύνοιαν της τύχης, χωρίς να χάση της μετριοφροσύνην και την σύνεσιν. Έπειτα πρέπει να εξεικονίσω την αρετήν αυτής και την αφοσίωσιν προς εκείνον του οποίου την κλίνην συμμερίζεται.