United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη 'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση: — Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο εμπρηστής είναι αυτός: Και έδειξε τον Νέρωνα. Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι.
Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα.
Αυτοί δε είδαν ευχαρίστως την αναχώρησίν μου, διότι έμειναν ελεύθεροι να γεύωνται και ν' απολαμβάνουν, κατά την συνήθειάν των, τα ψεύδη. Αυτά, φίλε μου Φιλοκλή, ήκουσα εις του Ευκράτους και έρχομαι πρισμένος, όπως όσοι πίνουν μούστον, με ανάγκην να εμέσω.
Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους.
Αλλά η Βασίλισσα έπεσε κι' αυτή στα γόνατα μπροστά της και, αγκαλιασμένες, ώρα πολλή έμειναν λιπόθυμες. Δεν είναι η Βραγγίνα η πιστή, είναι ο ίδιος ο εαυτός τους που πρέπει να φοβούνται οι αγαπημένοι. Αλλά πώς θα μπορούσαν η μεθυσμένες καρδιές τους να γίνουν προσεκτικές; Η αγάπη τους σπρώχνει, όπως η δίψα σπρώχνει το ελάφι προς το ποτάμι.
Ημέραν τινά, ότε εξήλθομεν μετά του Γεροστάθου εις περίπατον, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, συνδιαλεγόμενοι και βραδέως περιπατούντες, έμειναν όπισθεν ημών, οίτινες προχωρήσαντες είχομεν αναβή επί της κορυφής ωραίου λόφου.
Μ' όλα όμως τα μέτρα ταύτα, μόλις έμειναν εις το στρατόπεδον οι σημαντικώτεροι αξιωματικοί και έως τριακόσιοι στρατιώται, και ούτοι δε αφού τους παρεκάλεσε θερμώς ο Καραϊσκάκης να διαμείνωσιν εις το στρατόπεδον την νύκτα εκείνην διά να μη φύγωσιν με καταισχύνην, και τους υπεσχέθη ότι συγκατατίθεται ν' αναχωρήσωσι την επομένην ημέραν.
Όπως το γλωσσικό ζήτημα που οι Ιταλοί το έλυσαν από τον 15ον αιώνα, οι Έλληνες έμειναν τόσο πίσω που στον 20όν αιώνα να μην το έχουνε λύσει ακόμα, έτσι και στάλλα ζητήματα έμειναν πίσω. Αυτό όμως δε θα πει πως είναι κατώτεροι από άλλους λαούς. Ο κ. Σκληρός λέει πως είναι σκεπτικιστής ― όπως όλοι οι. . . σοσιαλιστές.
Εκεί αυτοί επούλησαν τα άλογά τους, και έζησαν με πολλήν ανάπαυσιν, έως που είχαν δηνάρια· και σώνοντάς τα εσηκώθησαν από εκεί, και υπήγαν παρεμπρός εις τες τέντες των προεστών· εκεί εμπήκαν εις μίαν τένταν που ήταν επιταυτού διά τους πτωχούς ξένους, και εκεί έμειναν χωρίς καμμίαν βοήθειαν. Ο Καλάφ απεφάσισε και επήγαινε διά να ζητήση ελεημοσύνην.
Λέξη Της Ημέρας