United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Έπειτα εστράφη προς τον Αράξην και τον Τίγρητα, μαθών ότι ο Χοσρόης ευρίσκετο κατά τα μέρη της Ασσυρίας.

Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους: — Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω. Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν.

Κάποιος του έδωκε και αφού το έρριψεν εις το πυρ εστράφη προς μεσημβρίανκαι τούτο δε το κίνημά του ήτο σχετικόν προς την κωμωδίανκαι είπε• «Πνεύματα μητρικά και πατρικά, δεχθήτε με εις τους κόλπους σας με αγάπην». Έπειτα επήδησεν εις την πυράν και δεν εφάνη πλέον, διότι αι φλόγες ήσαν μεγάλαι και αμέσως τον περιεκάλυψαν.

Τότε ο κολυμβητής ευρέθη εν αμηχάνω θέσει. Το πλοίον είχε γείνει άφαντον έμπροσθέν του, και η γη είχεν ομοίως εξαφανισθή όπισθεν. Εστράφη και δεν είδε πλέον την ακτήν αφ' ης είχεν αναχωρήσει. Αχανές πέλαγος εξετείνετο εμπρός και οπίσω και πέριξ και εγγύς και πόρρω και πανταχού. Ησθάνθη ότι αι δυνάμεις του εξέλειπον κατ' ολίγον και ήρχισε να βυθίζηται.

Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.

Είπε, κ' εστράφητον Ερμήν αμέσως, τον υιό του• «Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30 ο Οδυσσηάς ο αδάμαστοςτην γη του να επανέλθη, χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του• αλλ' αφούτην πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35 και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, και με καράβιτην γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40 ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάσητο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».

τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20 και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25

— Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας! Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν. — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.

Ο Μουσταφάς, αφού έσωσε τους Τούρκους του Σελύνου, πολιορκουμένους υπό των επαναστατών εις την Κάνδανον, αφού επυρπόλησε τα ορεινά χωρία της Κυδωνίας, εστράφη προς τον Αποκώρωναν, πυρπολών και ερημώνων τον τόπον, ίνα διά των στερήσεων αναγκάση τους επαναστάτας εις υποταγήν, αφού διά της πειθούς, διά των απειλών και των όπλων δεν το κατώρθωσε.