United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.
— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς — Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.
Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη 'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
Δεν είχαμε ζήση ακόμη δυο ημερόνυκτα εις την θάλασσαν, όταν ένα πει- ρατικό καράβι καλά αρματωμένο μας εκυνήγησε· επειδή το καράβι μας δεν ήταν καλοθάλασσο, αναγκασθήκαμε να ανδρειευθούμε και να πολεμήσωμε· καθώς επιασθή- καμε, εγώ επήδησα μέσα εις το πειρατικό, κ' ευθύς εκεί- νοι το εξεκόλλησαν από το δικό μας, κ' εγώ έμεινα μό- νος εις τα χέρια τους.
Λέξη Της Ημέρας