United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Τούτο το νησί είναι δικό μου· τώχω από την Συκόρακα τη μητέρα μου, και συ μου το πέρνεις.

Αφού δε ο νέος ετελείωσε την ιστορίαν του εγώ του έδωκα καλάς ελπίδας, τάζοντάς του, ότι εις τας τεσσαράκοντα αυτάς ημέρας θέλω μείνη πάντοτε μαζί του και θέλω βάλει την ζωήν μου δι' αυτόν· επρόσθεσα μάλιστα ότι επειδή και εγώ εναυάγησα εις τούτο το νησί και ήμουν εντελώς έρημος και αβοήθητος, θέλω λάβει την καλήν τύχην να έλθω εις το πλοίον του πατρός του μαζί του, διά να περάσω εις την πατρίδα μου· και διά τούτο θέλω του είμαι πολύ υπόχρεως.

Και διά να μη σας ενοχλήσω, παραλείπω πολλά άλλα εξαίρετα πράγματα, που είδα εις εκείνο το νησί, σας διηγούμαι μόνον τον πόλεμον που κάμνει ο Ρινόκερως με τον Ελέφαντα, τα οποία θηρία μάχονται ως εχθροί θανάσιμοι· ο Ρινόκερως είναι ζώον διπλασίως μεγαλύτερον από ένα βουβάλι, με ένα κέρατον επάνω εις την μύτην του σουβλερόν, μακρύ έως μίαν πήχην· όταν παλεύη με τον Ελέφαντα, πάσχει να χώση την μύτην του υποκάτω εις την κοιλίαν του Ελέφαντος, και με το κέρατον τρυπώντας την κοιλίαν του Ελέφαντος τον θανατώνει, τον σηκώνει, και τον βαστά επάνω εις το κεφάλι του· αλλά το αίμα που τρέχει από την πληγήν του Ελέφαντος τυφλώνει τον Ρινόκερων και πίπτει κατά γης και το θαυμαστότερον είνε ότι έρχεται το όρνεον Ροκ και σηκώνει τα δύο με τα νύχια του εις τον αέρα και τα φέρει εις την φωλεάν του.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Πολύ σωστά το λέει ο λαός, γιατί ξένη δεν του είναι η κατάληξη -άδες · την έχει κλερονορημένη από τους αρχαίους, αι λαμπάδες . Είναι κατάληξη αρχαία, γιατί τώρα που ταξιδέβω, ακούω συχνά ένα πράμα, που κάθε φορά που θα τακούσω, θα θυμώσω. «Να πας στο τάδε νησί, στο τάδε βουνό, στο τάδε το χωριό, μου λέει ο ένας κι ο άλλος.

Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκάμαρο. Τρέμουντρίζουν τα βουνά!

Βλέπεις εσύ μου είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται.

Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες.

Από ταύτα λοιπόν τα πολύτιμα πράγματα είνε υπέρπλουτον το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον· ευπορεί περιπλέον εκείνο το νησί από πλήθος πολυποικίλων ζώων διαφόρων ειδών αξιοθεωρήτων·