United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει ο φυλαχτής αφέντης γιος του Δία «Τώρα καρδιά! τι τέτιο δες βοηθό οχ την Ίδα ο Δίας να σε προσέχει σούστειλε και δίπλα σου να στέκει, 255 το Φοίβο εμένα, φυλαχτή του Δία γιο, που πάντα κι' εσένα σώζω ως σήμερα και τ' ορθωμένο κάστρο.

Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά την συνήθη φρασεολογίον της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμη και την προίκα της. Το σπίτι, το Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν.

Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι. — Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω. — Έτσι άδειο για κάτω;

Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει.

Το «κόλι» ακόμα φώναζε από το κάστρο, και τάγρια λόγια του αντιλαλούσανε στον αέρα: «Καρά Κολ, Χαζίρ ολΜούγκριζε το κόλι σα θεριό που ξυπνάει τη νύχτα για να τρομάζη τον κόσμο· μουγκρητό κι από του λιονταριού τρομερώτερο. Μα όχι, δεν είναι το Κόλι θεριό.

Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, 425 χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. 429

Τότε ο Αινείας απαντάει, ο στρατηγός των Τρώων «Μην κλαίγεσαι έτσι!... Η ατυχιά δε θα γυρίσει ωστόσο πριν βγούμε εμείς μπροστά σ' αφτόν τον άντρα με τ' αμάξι κι' άφοβοι εδώ μετρήσουμε μαζί του τα κοντάρια. 220 Μον έλα ανέβα δίπλα μου, να μάθεις σαν τι ζώα είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, που και στο κάστρο θα μας παν γερούς, αν πάλι ο Δίας τη νίκη στον ασίκη γιο χαρίσει του Τυδέα. 225 Μον έλα πάρ' το καμοτσί στα χέρια και τα γέμια, κι' εγώ στ' αμάξι θ' ανεβώ και θα τον πολεμήσω· ή εσύ καρτέρα τον, κι' εγώ τα νιάζουμαι τα ζώα

Γι’ αυτό και συ γοργά διαλέγοντας τους πρώτους απ’ το στρατό, τάξε τους στων πυλών τους δρόμους. Γιατί ο στρατός πάνοπλος των Αργείων τώρα κοντοζυγώνει, επλάκωσε, τους κάμπους χραίνει ο άσπρος αφρός σταλάζοντας απ’ των αλόγων το φυσομάνημα. Μα εσύ σαν τιμονιέρης άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσης πρι να μανίση η μπόρα του πολέμου, κι άκου! κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.

Η ώμορφη βασιλοπούλα, πουτο παραθύρι απάνου Με καρδιόχτυπο ακαρτέρει να δεχθή το ταίρι της, Βλέποντας τον τσακωμό τους τρέχει να τα ξεχωρίση, Όμωςαίματα πνιγμένα ταύρε η αγλύκαντη τα δυο. Κάποτ' ύστερα μια μέρα βούλιαξε το έρμο Κάστρο Κι' ούτε η κόρη εξαναφάνη.