United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Αθηναίοι οι όντες εις την Σάμον είχαν μάθει εκ της Μήλου την προσέγγισιν του στόλου εκείνου και ανέθεσαν εις τον Χαρμίνον την φυλακήν των πέριξ της Σύμης, της Χάλκης, της Ρόδου και της Λυκίας· ήδη μάλιστα ούτος είχε μάθει ότι τα εχθρικά πλοία ήσαν εις την Καύνον.

Θέλεις ταις κόραις σου να ιδής; ΛΗΡ Α, όχι! όχι! όχι! Έλα, πηγαίνωμεν μαζί. 'Σ την φυλακήν κλεισμένοι, 'σάν δυο πουλάκια ς' το κλουβί, κ' οι δυο θα κελαδούμεν κι' αν την ευχήν μου με ζητής, εγώ θα γονατίζω να σου ζητώ συγχώρησιν. Με προσευχαίς, τραγούδια, με παραμύθια, την ζωήν εκεί θα την περνούμεν. Πηγαίνετέ τους! ΛΗΡ. Οι θεοί εις μιαν θυσίαν τόσην σκορπίζουν με το χέρι των θυμίαμα, παιδί μου!

Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν.

Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι. Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους.

Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον. — . . . Και είσαι πραιτωριανός; — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκείκαι ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν. — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν! — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς. — Σε ευχαριστώ, αδελφέ.

Με την ιδέαν δε ότι η Πηγή δεν ήκουσε τας ύβρεις του Τερερέ, ο Μανώλης ηδυνήθη να σκεφθή ψυχρότερον και να ενθυμηθή τον Μουδίρην, τους χωροφύλακας και την φυλακήν. Ούτω δ' εγκατέλιπε την ιδέαν ήτις του επήλθε, να τρέξη να πάρη το τουφέκι του πατρός του και να στήση πολιορκίαν τακτικήν προ της οικίας του Τερερέ.

Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε εξήρχοντο με υγείαν διά παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα έχανε την ελευθερίαν του και μετ' αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν.

Ακούσας τον κρότον των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον, εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων. — Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας. Επηκολούθησε σιγή. — Την είδες; — Ναι. — Πού είνε; — Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης. Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα εξερευνητικόν.

Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν. — Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν.

Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα.