United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράμμα που φαίνεται, κολαούζη δε θέλει. Είσαι ο καλλίτερος άντρας του χωριού, Δερβίς αγά, του έλεγον εκατέρωθεν γελώντες οι χωριανοί, οίτινες ήσαν συνειθισμένοι να τον βλέπουν σχεδόν καθ' εκάστην εις αυτήν την κατάστασιν, εγνώριζον δε ότι ήτο ο αβλαβέστερος των μεθύσων.

Αλλ' όπως δήποτε το πράγμα ενέφαινε πρόοδον. Ούτε η μάχαιρα έλυσε το ζήτημα, ούτε εκλείσθη εις χαρέμιον η νέα. Ήτο αγαθός άνθρωπος ο Μουλάς. Τα του Καίσαρος Καίσαρι! Περί εμού εν τούτοις τι απεφασίσθη; Επληροφορήθην ότι οφείλω να μεταβώ εις θολόν Ποτάμι προς απόκτησιν της ζητουμένης αδείας. Εκεί ήτο η έδρα του μεγάλου Αγά, είχον δε να μεταβώσι προς επίσκεψίν του μετά δύο ημέρας οι δημογέροντες.

Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή. Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά. Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός.

Ναίσκε, αγά, αποκρίθηκε ο Σιφογιάννης κέτρεμε περισσότερο. — Το ζιμιός εσύ δεν είσαι καλός χριστιανός. — Δεν είμαι, πρέπει, αγά. — Σα δεν είσαι καλός Ρωμιός, θα σε κάμω Τούρκο. Ο Σιφογιάννης έκαμε να παρακαλέση, αλλ' από την τρομάρα του τραύλιζε: — Για το Θεό, αγά...και να χαρής τα παιδιά σου...

Κατά την εποχήν εκείνην ένας γιανίτσαρος, μεταβαίνων από του ανατολικού μέρους της Κρήτης εις το δυτικόν, εσταμάτησεν εις τον Αποκώρωνα, όπου τον εφιλοξένησεν ένας παπάς. Όταν δε ετοιμάσθη να εξακολουθήση την πορείαν του, ο παπάς του είπε: — Το καλό που σου θέλω, αγά, μείνε και αύριο φεύγεις. — Γιατί; — Γιατί θα σε πιάση βροχή στο δρόμο. — Πώς το ξέρεις;

ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ Σελίς 37 στίχος 24 αντί κάνει γράφε η&ελεν έρωτήοει αυτόν πολλάκις. » 39 » » υπάρχουν » #« υπάρχουν. » 3# » 8 » #ά τας βίχ« » #ά τ«? » 42 » iO » ij επιστήμη, η αρετή » ij αρετή, επιστήμη » 42 » 24 » etVcu άγα&ον » <'εί> eiwu άγαύόν » 4£ » ο » £κ φύσεως, » «Λ! φύσεως ενάρετοι, Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.

Οι δημογέροντες υπεσχέθησαν να ζητήσωσι δι' εμέ από τον Αγάν άδειαν να περιέλθω τα χωρία ως πωλητής, ο δε Παντελής προθύμως εδέχθη να με συνακολουθήση, άμα επιστρέψω φέρων την άδειαν. Εξεκινήσαμεν λοιπόν, οι μεν δημογέροντες επί των όνων των, εγώ δε πεζός, και εφθάσαμεν εις Καταρράκτην ενώπιον της κατοικίας του Αγά, όπου εκείνοι ανέβησαν αφήσαντες εμέ κάτω φύλακα των ζώων των.

Πρέπει να δουλεύγω, για νάχω να πλερόνω το χαράτσι και τάλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά και το Σούμπαση και κάθα γιανίτσαρο που μου ζητά, γλυτόνω σκιάς απού τσι ξυλιές και χερότερα. Δουλεύγω, σα σκλάβος, για τη σκλαβιά μου. Ο παπάς αναστέναξε: — Και ποιος χριστιανός δεν είνε σκλάβος και δε δουλεύγει για τη σκλαβιά του;

Τότε τα κοσμήματα ήσαν ολίγα αλλά πολύτιμα, μεταδιδόμενα δε από πατρός εις υιόν εσχημάτιζον αποταμίευμα αληθές και καταφύγιον εύχρηστον εν ώρα ανάγκης. Παρεκάλεσα τον Ζενάκην να επισπεύση τας μετά του Αγά διαπραγματεύσεις, διά να προλάβωμεν και αναχωρήσωμεν εκ Χίου προτού εκπλεύση ο Τουρκικός στόλος, αλλ' ο γέρων δεν εβιάζετο και εζήτει να χαλινώση την ανυπομονησίαν μου.

Δέκα χρόνια γεροντώτερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τάκουσ' αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γυιού της. Μα εκείνος μόλις τάκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίση, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δη τον Αγά. Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας.