United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής.

Εκείνος εφρόνει ότι εγώ θα ενθυμούμην καλλίτερα τα κατατόπια, ως παλαιός και αγαπών τα εξωκκλήσια. Αλλ' είχα δέκα χρόνια να υπάγω στην Κεχριάν, ο δε Κωστής, αν και βαθυκτήμων, δεν είχεν ελαιώνα προς αυτό το μέρος, και δεν εσύχναζεν. Οι δρομίσκοι της εξοχής είνε σκολιοί και άτακτοι.

Ενθυμούμην προ πάντων την μικράν Δέσποιναν, και τον τελευταίον περίπατόν μας, και τα πικρά προαισθήματα και τα ήσυχα δάκρυά της, ενόμιζα δε ότι ακούω εισέτι την γλυκείαν παιδικήν φωνήν της: Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου, θα τον σκοτώσουν !

Έγραψα όμως αναμνηστικά τότε αμέσως μόλις επέστρεψα εις την πατρίδα, κατόπιν δε οσάκις μου εδίδετο καιρός τους έγραφα, και οσάκις ηρχόμην εις τας Αθήνας, ερωτούσα εκ νέου τον Σωκράτη δι' όσα δεν ενθυμούμην, και επιστρέφων εδώ τους εδιόρθωνα. Ώστε σχεδόν ολόκληρον τον λόγον τον έχω γραμμένον. Τερψίων. Το γνωρίζω, διότι και άλλοτε μου το είπες.

Εάν δε ενθυμούμην την γενεαλογίαν του Ησιόδου, και ποίους άλλους παλαιοτέρους προγόνους αυτών αναφέρει, δεν θα έπαυα να διηγούμαι, ότι ορθώς είναι βαλμένα τα ονόματα εις αυτούς, έως ότου να δοκιμάσω τι θα κάμη επί τέλους αυτή μου η τορινή σοφία, άραγε θα κουρασθή ή όχι, αυτή που μου κατέβη τόρα έξαφνα έτσι δα χωρίς να εννοήσω πόθεν. Ερμογένης.

Ο Κωσταντής επέζευσε και πάλιν από το ύψος του σαμαριού, και μου εζήτει το κηρίον, διά ν' ανάψη να βρη τον δρόμον. Αλλ' εγώ ενθυμούμην ότι δεν μου είχε δώσει το κηρίον. Τέλος έψαξεν εις τον κόρφον του, εις της τσέπες του, εις το ζεμπίλι και το ηύρε δεν ξεύρω πού. Έτριψεν έν πυρείον, δύο, τρία, πέντε, αλλά τοιούτον αεράκι, απόγειον, εξήρχετο από το βουνόν, ώστε τα σπίρτα έσβυναν πριν ανάψουν.

Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του; — Δεν ενθυμούμαι, απήντησα. Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας.

Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας• ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα• ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.

Και εκείνο το όποιον με φλογερώτερον πόθον ενθυμούμην δεν ήσαν του μέλιτος αι απολαύσεις, όσον η διαδεχομένη ταύτας γαλήνη και ισορροπία του πνεύματος και των αισθήσεων, η οποία μου επέτρεπε να εντρυφήσω και εις τας άλλας του βίου απολαύσεις.