United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε συλλογιούμουνα στο Πυργί κ' έχυνα δάκρια πικρά. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να πιστέψω πως ο Χάρος μια μέρα θα πη της αγάπης μας· Έλα, έλα, και δω θα τελειώσης! Δεν το πίστεβα πως ο κόσμος μια μέρα θα σε ξεχάση. Σήμερα πια δε φοβούμαι το Χάρο· η αγάπη μας δεν έχει τέλος κι ο κόσμος δε σε ξεχνά.

Η θερμότης επιδρά επί των ελαφρών μερών της τροφής, άτινα επιπλέουσι και τρέφουσι το ζώον, διότι είναι γλυκέα, τα δε πικρά και αλμυρά, βαρέα όντα, δεν εξατμίζονται υπό της θερμότητος και δεν εισέρχονται εις την θρέψιν. Εάν μη ενωθώσιν εις έν ο λιπαρός και ο γλυκός, θα είναι οκτώ οι χυμοί.

Αν είναι στ' αλήθεια πολιτικός, ν' αρπάξη ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από ταυλάκια που τρέχουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχη να είναι. Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ' έξω. Και τι τερτίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίση αυτήν την παρέα.

Αφού λοιπόν αυτά δεν ημπορούμεν να τα επιδοκιμάσωμεν, δεν έπεται άραγε ότι πρέπει να ειπούμεν, ότι γενικώς μεν και συμφώνως με την αλήθειαν αντικείμενον της βουλήσεως είναι το αγαθόν, δι' έκαστον όμως χωριστά, ό,τι αυτός νομίζει; Επομένως διά μεν τον σπουδαίον δεν είναι άραγε αγαθόν το σύμφωνον με την αλήθειαν, διά δε τον τυχαίον το τυχαίον, καθώς συμβαίνει διά τα σώματα, δηλαδή εις τους έχοντας καλήν διάθεσιν υγιεινά είναι όσα συμφωνούν με τα αληθώς υγιεινά, εις τους έχοντας όμως προδιάθεσιν νοσηράν είναι διάφορα, ομοίοις δε φαίνονται και τα πικρά και γλυκά, και τα βαρέα και όλα τα άλλα; Διότι ο σπουδαίος κρίνει ορθώς, και εις τας λεπτομερείας ευρίσκει το αληθές.

Και ιδού πώς υπεδέχθησαν οι Εβραίοι τον επηγγελμένον Μεσσίαν των, τον περιμενόμενον μετά περιπαθούς ελπίδος από δισχιλίων ετών καταδικασθέντες έκτοτε να τήκωνται εν πικρά αγωνία επί άλλα δισχίλια σχεδόν έτη!

Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.

Γι' αυτό δεν μπορούσε κανένας μας ναφήση τον άλλον νακολουθά το δρόμο του και να δεχτή καρτερικά τον κλήρο της ζωής, που λέγεται απομόνωση. Γι' αυτό δεν μπορούσε να μην αιστάνεται καθένας μας μια πίκρα όταν έβλεπε πως ψεύτιζε η ελπίδα του.

Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια: — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές.

Και αν αίσθησιν έχεις, μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας. Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης, φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ τηντον θεόν καιαυτά τ' αγκάθια 'πούτα σπλάχνα μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν.

Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας• κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15 μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20 κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας• «Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25 απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».