United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ύστερα αφού είπανε παραμύθια κ' ετραγούδησαν, επήγανε για ύπνο, η Χλόη με τη μητέρα της κι ο Δρύαντας με το Δάφνη. Κ' η Χλόη τίποτε άλλο δε συλλογιζότανε παρά ότι την άλλη μέρα θα ιδή το Δάφνη.

Και ίσως μεν εις την χορείαν των θεών δεν υπάρχει τίποτε μετακινητόν, εις ημάς όμως υπάρχει μεν και κάτι τι εκ φύσεως, όλα όμως είναι κινητά. Μολαταύτα άλλα μεν είναι κατά φύσιν, άλλα δε όχι. Ποίον όμως είναι κατά φύσιν από όσα είναι ενδεχόμενον να είναι και διαφορετικά, και ποίον δεν είναι κατά φύσιν αλλά κατά νόμον και συνθήκην, αφού και τα δύο είδη είναι κινητά, είναι εξ ίσου ευνόητον.

Οι Φαρισαίοι, κατησχυμμένοι ως συνήθως, ευρέθησαν και αύθις αντιμέτωποι υψηλοτέρας σοφίας και θειοτέρας βαθυνοίας, και απεσύρθησαν όπως βυσσοδομήσωσι νέας σκευωρίας εξ ίσου κακοβούλους και εξ ίσου ματαίας. Αλλά τίποτε δεν δύνανται πληρέστερον να δείξη την αναγκαιότητα της του Χριστού διδασκαλίας ή το γεγονός ότι και οι μαθηταί εξεπλάγησαν και ηθύμησαν εκ τούτου.

Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη. — Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος. — Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν. — Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ; — Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού; — Δεν ειξεύρω τίποτε. — Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν. — Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος. — Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε. — Ελπίζω.

Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Μα πριν προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ' εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε. Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου;! Εφοβήθηκα μην εννοήση τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ' ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ' εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου.

Κι' ενόμιζα πως έβλεπα ωραίας κόρης φάσμα από 'ψηλό παράθυρο να κατεβαίνη κάτω· δεν ήτο τίποτε, ψευδές της φαντασίας πλάσμα . . . ύπνον βαθύν η Βέρα μου ησύχως εκοιμάτο, Και να μην ξέρω ένα καν τραγούδι Ρωσσικό, να ξιππασθή 'στον ύπνο της με ήχους πατινάδας, και με αφρώδες ένδυμα να έβγη νυκτικό, καθώς εκείνας τας λευκάς των μύθων Ναϊάδας;

Και υπέσχετο η λυγερή πάντοτε εις το μέλλον να του ήνε αφοσιωμένη και καθόλου δούλη του, να μη θέλη τίποτε χωρίς να το θέλη αυτός. Προσετρίβετο δ' επί του προσκεφάλου του, τείνουσα εις εναγκαλισμόν, αναζητούσα αυτόν και ποθούσα, αναπηδώσα εις τον ελάχιστον κρότον τον οποίον ήκουε τυχόν εις την αυλήν, ετοίμη ν' ανοίξη την θύραν και να τον δεχθή. . . O ύπνος της Σμάλτως ούτω διεκόπτετο συχνάκις.

Αφ' ού μεταχειρισθέντες διαφόρους τρόπους δεν κατώρθωσαν τίποτε, ανεχώρησαν δυσαρεστημένοι από Ναύπλιον.

Θα την πάτε στο δάσος, μακρυά ή κοντά, αλλά σε τέτοιο μέρος που ποτέ κανείς να μην ανακαλύψη τίποτε. Εκεί θα την σκοτώσετε και θα μου φέρετε τη γλώσσα της. Θυμηθήτε, για να μου τα επαναλάβετε, τα λόγια που θα πη. Πηγαίνετε. Στο γυρισμό θάσαστε ελεύθεροι και πλούσιοι». Έπειτα εκάλεσε τη Βραγγίνα. «Φίλη, βλέπεις πώς υποφέρει το σώμα μου, και πώς λυώνει.

Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; — Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! — Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίανδηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτεκαι τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.