United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να είναι τελείως εύκολο σε μιαν ώρα να πουν αν ένα βιβλίο αξίζη ή δεν αξίζη τίποτε. Δέκα λεπτά αρκούν πράγματι, αν έχη κανείς την αίσθηση της μορφής. Ποιος θα θέλη να πελαγώση μέσα σ' ένα ηλίθιο τόμο; Τον δοκιμάζει κανείς απλώς, κι αυτό είναι αρκετό, περισσότερο από αρκετό κατά τη γνώμη μου.

Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την αγχόνην, εν ώ ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα- ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά του λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν: — Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ- δήμαρχον.

Οι αλέκτορες και εν γένει πάντα τα πτηνά τα προαναγγέλλοντα την αρχήν της ημέρας ήσαν τα ξυπνητήρια των επί των ορέων διαιτωμένων. Ορνίθι και πληθυντικώς ορνίθια τα κατοικίδια πτηνά. Αλλ' όταν θέλη τις να δηλώση τας καθ' ωρισμένας νυκτερινάς ώρας φωνάς του αλέκτορος, τότε συνηθέστερον ενικώς λ.χ. » Ελάλησε τωρνίθι . » Έβαψε τα παλιούρια, σ. 93. Παλίουρος το γνωστόν ακανθώδες φυτόν.

Είναι για το μαύρο μεταξωτό της μητέρας. Όταν παντρευθώ θα βάζω όλο αληθινές νταντέλες εις τα φορέματα μου. Λ έ λ α. Βέβαια! Γι αυτό σας χρειάζονται τα εκατομμύρια της πρηγκιπέσσας. Ο λ γ ί ν α. Τι είναι πάλι αυτό; ψούνια καινούργια. Ο λ γ ί ν α. Αξίζει πέντε λίρες. Έπειτα αν θέλη η μαμά, την πέρνει, αν δεν θέλη... Σκηνή Γ'. Μαμά, την έφερεν ο Αρμένης σου και θα ξαναπεράση να μάθη, αν την θέλης.

Του κάκου προσπαθεί η μητρυιά σας να με κάνη εμπιστεμένη της και να θέλη να με ανακατέψη στα συμφέροντά της, ποτέ μου δεν κατώρθωνα να τη συμπαθήσω· πάντοτε ήμουν με το μέρος σας.

Επομένως ο άνθρωπος που δεν είναι ικανός να ψεύδεται και είναι αμαθής, δεν ημπορεί να είναι ψεύτης. Ιππίας. Το ευρήκες. Σωκράτης. Ικανός δε τότε βεβαίως είναι, όστις κάμνει ό,τι θέλει, όταν θέλη μόνον. Εννοώ όχι όταν δυσκολεύεται από ασθένειαν ούτε από τα παρόμοια, αλλά καθώς εσύ είσαι ικανός να γράψης το όνομά μου, οπόταν θέλης, έτσι εννοώ. Άραγε δεν θεωρείς συ ικανόν εκείνον που είναι τοιούτος;

Αυτό δεν υποφέρεται! Κατήντησαν αυθάδεις οι άνθρωποί του, αυτός δε οργίζεται μαζί μας εις κάθε ψύλλου πήδημα! Σάλπιγγες έσωθεν. ΟΣΒΑΛ. Έρχεται, κυρία, τον ακούω. ΓΟΝΕΡ. Και συ κ' οι άλλοι κάμετε ότι τον αμελείτε, κι' ας μου το παραπονεθή. Εάν δεν του αρέση, 'ς της αδελφής μου ημπορεί, αν θέλη, να κοπιάση. Εγώ το ξεύρω: είμεθα κ' αι δύο μας μια γνώμη και δεν θα τον αφήσωμεν να μας καβαλλικεύση.

Αλλ' όταν μία καταστρεπτική πλημμύρα του Κηφισσού, η οποία κατέστρεψεν όλας σχεδόν τας εξοχάς των Αθηνών, εξηφάνισεν ολοτελώς και το περίφημον περιβόλιον του Γέρω-Λαχανά, τα δε παιδία μόλις εσώθησαν επί της στέγης της οικίας των, ο Σπύρος ήρχισε να συλλογίζηται πάλιν ως και την άλλην φοράν και να θέλη να φιλοσοφήση επί των καταιγίδων και των πλημμυρών. — Τώρα τι να κάμωμεν!

Δεν είν' έτσι; — Συμφωνώ, είπεν ο Αγάθων. Ο Σωκράτης εξηκολούθησε τότε: — Λοιπόν αυτό, το να θέλη κανείς να του διατηρηθούν και εις τον έπειτα χρόνον όσα έχει εις τον παρόντα, δεν αποτελεί έρωτα εκείνου το οποίον δεν είνε ακόμη εις την διάθεσίν του ουδέ το κατέχει; — Βεβαιότατα.

Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην!