United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα. Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου.

ΚΡΕΟΥΣΑαυτόν τον τόπο τον στενό στηρίξου στο ραβδί σου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είνε τυφλό και το ραβδί σαν δεν καλοθωρούμε. ΚΡΕΟΥΣΑ Καλά το είπες, αλλά μη σε κυριεύη ο κόπος. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το θέλω εγώ; τη δύναμι δεν έχω τη χαμένη. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο τ' ήταν γραφτό! ΚΡΕΟΥΣΑ Ο πρώτος σας ο λόγος ευχάριστος δεν φαίνεται.

Η συνομιλία βάσταξε αρκετά· κουβεντιάσανε για τη μορφή του πολιτεύματος, τα έθιμα, τις γυναίκες, τα δημόσια θεάματα, τις τέχνες. Τέλος ο Αγαθούλης, πούχε πάντα κλίση προς τη μεταφυσική, ρώτησε μέσον του Κακαμπό εάν στον τόπο τους υπήρχε θρησκεία. Ο γέρος κοκκίνησε λιγάκι. — Πώς λοιπόν! είπε, μπορείτε ν' αμφιβάλλετε; Μήπως μας θεωρείτε αχάριστους;

Το πήραν κατάκαρδα μερικοί, και μάλιστα δικοί μας, που σκόρπισε Γότθους μέσα στον τόπο, και τάχατες νόθεψε τη φυλή μας, έξω από τάλλα κακά που προξένησε με το να διόριζε τέτοιους βαρβάρους σε σπουδαία πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Σάματις μπορούσε και να τους καταπιή σα δράκος να γλυτώση ο τόπος!

Και αν πης κι' από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κυττάνε στα μάτια. Έτσι τάφερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόποΘεός σχωρέσ' τον πατέρα μου, που τώθελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι' άλλη θάμουνα τώρα. Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας.

Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν. Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

Κι ο Μάγος πάλε ποιος να είναι; Οι μάγοι είναι πολλοί. Μάγος είναι όποιος ξέρει και βλέπει με το γυαλί. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο και πιάνει και τον τόπο του.

Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου• «Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες! σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245 και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση, 'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της, αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250 αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες. και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε• και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255 εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει, στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.

Ο Αγαθούλης κι' ο σύντροφος του ήσαν μακρυά από τα χαρακώματα και κανένας δεν ήξερε ακόμα στο στρατόπεδο το θάνατο του Γερμανού Ιησουίτη. Ο άγρυπνος Κακαμπός είχε φροντίσει να γεμίση τη βαλίτσα του ψωμί, ζαμπόνι, σοκολάτα, φρούτα και μερικές μποτίλιες κρασί. Μπήκανε βαθυά με τ' ανδαλούσια τους άλογα σ' έναν άγνωστο τόπο, όπου δε βρήκανε κανένα δρόμο.