United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατείτο σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιοςτο έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.

Ο βάρβαρος ηγεμών ήθελε να εκβιάση την νίκην διά τοιούτων απειλών, αντιθέτως προς τον Ηράκλειον, ο οποίος εξήπτε διά του λόγου και διά του παραδείγματος την ανδρείαν του στρατού. Οποία διαφορά μεταξύ των δύο αντιπάλων μοναρχών, κατά τον μέγαν εκείνον αγώνα, εκ του οποίου εξηρτάτο η τύχη του τότε κόσμου!

Σάνε ζουγραφούσε πολέμους, κυνήγια, και τέτοιες σκηνές ο βυζαντινός δεν είχε συνοδικούς κανόνες να τονέ χαλινώνουν. Τέτοιες όμως κοινές ζουγραφιές για κακή μας τύχη δε σώζουνται εξόν κάτι μικρογραφίες. Είχαν όμως κι άλλα συστήματα για μικρογραφίες, καθώς λόγου χάρη τα λεγάμενα «χειμευτά έργα», χρωματιστές δηλαδή μικρογραφίες με χημικούς τρόπους βαλμένες απάνω σε μάλαμα ή σ' ασήμι.

Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη! Πιπ.

Επάνω εις αυτό ο Διονυσόδωρος ηρώτησε τον Κτήσιππον·Και δεν είναι αρά γε δυνατόν διά τους σιωπώντας να ομιλούν; — Όλως διόλου αδύνατον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Και διά τους λαλούντας επίσης να σκοπούν; — Ακόμη ολιγώτερον. — Έτσι λοιπόν όταν ομιλής διά λίθους, ξύλα, σίδερα, δεν ομιλείς διά σιωπώντα πράγματα; — Κάθε άλλο, φίλε μου, αν τύχη μάλιστα να περνώ από γύφτικα· εκεί δα θακούσης τα σιδερικά να φωνάζουν και να σκούζουν, αν τα εγγίξη κανείς· ώστε αυτή τη φορά γελάστηκες, φαίνεται, από υπερβολικήν σοφίαν, και δεν κατάλαβες πως δεν είπες τίποτε· αλλά απόδειξέ μου τώρα και το άλλο, πως είναι δυνατόν διά τους λαλούντας να σιωπούν.

Βλέπετε, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, ότι το έγκλημα καμμιά φορά τιμωριέται· αυτός ο κατεργάρης ο πλοίαρχος έλαβε την τύχη, που του άξιζε. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος, αλλ' είναι σωστά νάχουνε χαθή μαζί του κι' οι ταξειδιώτες, που ήσαν στο καράβι του; Ο Θεός τιμώρησε τον απατεώνα, ο διάβολος έπνιξε τους άλλους.

Και κοίτονταν στη σπηλιά των Νυμφών εμπιστευμένο στις θεές· μα εμένα με πλημμύριζαν κάθε μέρα τα πλούτη, χωρίς νάχω κληρονόμο· επειδή δεν είχα πια την τύχη μήτε κοριτσιού να γίνω πατέρας, μόνο σαν να με περιγελούσαν οι θεοί, μου στέλνανε τη νύχτα όνειρα, που μου φανέρωναν ότι πατέρα θα με κάμη ένα κοπάδι.

Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους.

Υπηρέτης εισερχόμενος αναγγέλλει την προσεχή άφιξιν του Μάκβεθ και του βασιλέως Δώγκαν. «Ετρελλάθηκεςανακράζει η Λαίδη Μάκβεθ, μόλις και μετά βίας πειθομένη ότι η Τύχη μετά τοσαύτης προθυμίας υποβοηθεί τους φονικούς σκοπούς της.

Και ηδύνατο μεν ο Σκούντας είτε κατά συγκυρίαν είτε εξ ερεύνης να μάθη πού ευρίσκετο η Αϊμά, όπως το είχε μάθει και ο Μάχτος. Αλλ' η τύχη, η ειρωνεία αύτη του Θεού, η καταγελώσα ασπλάγχνως πάσαν ελπίδα και ματαιούσα πάντα αγώνα, η τύχη, ηθέλησεν ώστε ο Σκούντας να μάθη τούτο παρ' αυτού του Μάχτου.