United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί, ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται, κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί, μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται! Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά, παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες, πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά, δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες. Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα, φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί, ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.

Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους, παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα, 805 αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα, ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα. 807 Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω, 809 και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω. 810 Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε, τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν ο κόπος τους γι' αυτό.

Επειδή δε αι περιπέτειαι έχουν πολλάς και παντοειδείς διαφοράς, και άλλαι μεν έρχονται περισσότερον ηνωμέναι, άλλαι δε ολιγώτερον, είναι πολύς κόπος και ατελείωτος δι' εκάστην χωριστά, και ίσως είναι αρκετόν να ομιλήσωμεν γενικώς και υποδειγματικώς.

ΜΑΚΔΩΦ Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω, αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι. ΜΑΚΒΕΘ Όχι, όχι! Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει. Ιδού, η θύρα είν' αυτή. ΜΑΚΔΩΦ Θα έμβω μ' άδειάν σου. Μου το διέταξε. ΛΕΝΩΞ Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει ν' αναχωρήση σήμερον; ΜΑΚΒΕΘ Αυτός είν' ο σκοπός του. ΛΕΝΩΞ Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!

Αλλά όλος αυτός ο κόπος μου θα ήτο περιττός διά σε, ήτις λαμβάνεις όλας σχεδόν τας καθημερινάς εφημερίδας των Αθηνών, και θα έχης επομένως εγκαίρους και νωπάς και λεπτομερείς όλας τας περί των εξετάσεων των σχολείων μας ειδήσεις.

Και πόσοι, » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν «'Σ του βίου μου τη στράτα;!» « Όπου αυτά τα πόδια μου » Πατούσανε, ο τόπος, » Ο τόπος 'πό το φόβο του » Εσειόνταν. Τα λιθάρια » Που πάταγαν, αφέντιδες, » Αυτά μου τα ποδάρια » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε, » Και τάπιανεν ο κόπος

Ούτε νόσημα λοιπόν, ούτε κόπος δύναται να καταβάλη εύκολα τοιούτον σώμα, διότι και τα εσωτερικά είνε καλά παρασκευασμένα προς αντοχήν και τα εξωτερικά είνε πολύ καλά και δυνατά φραγμένα ώστε μήτε να δύναται να εισέλθη μήτε να δύναται να μείνη είτε ζέστη, είτε ψύχος, τα οποία να βλάψουν το σώμα.