United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Επειδή βλέποντας τέτοιους φοβερούς εχτρούς σκόρπιους μέσα στα κράτος, κι από την άλλη μεριά τα στρατέματα, όσα μνήσκανε, λαφιασμένα και μήτε να δούνε Γότθο μην αποκοτώντας, σοφίστηκε, οργάνισε, κ' έβγαλε πέρα πολιτική πούφερε μεγαλήτερα ίσως αποτελέσματα από λαμπρή νίκη. Μένοντας ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, που την έκαμε Στραταρχείο του, λάβαινε από κάθε μέρος μαντάτα κ' έστελνε προσταγές.

Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του. Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε.

Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας μυρίζει πάλι. Περμ. Ταυτί του εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κ' ύστερα τα μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά. Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη; Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι!

Όλες είταν χαρούμενες. Είχαν δεχτή καλά γράμματα, και λίρες, και χαρίσματα, και φιλιά και παρηγοριές κ' ελπίδες, άλλες απ' τα παιδιά τους, άλλες απ' τ' αδέρφια τους, άλλες απ' τους άντρες τους, ύστερα από τόσους μήνες χωρίς μαντάτα και γράμματα.

τον Κάμπο ξεχειμάζαμε μα ήταν ο γέννος πρώιμος, Έμπα Χαμένου, δούλευατου Γάκη τον πατέρα. Το ξέρει ο τσέλιγγας καλά πως είμαι σπιτιακός του, Τι εγώ τους αναλίκωσα κι' αυτόν και τον Γεωργούλα. Για πε μου από την Πρέβεζα. — Κακά μαντάτα, γέρο. Του Ζόγατο Παλιόκαστρο τον βδέλιασαν. — Αλήθεια; Τον έφα' η κακοκεφαλιά.

Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. 20 Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει.

Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι, κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου, και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε 335 το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, παίρνει τη στράτα πρόθυμος.

Κάπια θενάπεσε στους γιους του βασιλιά φουρτούνα... Μα, Δία, εμένα σώσε με από πικρά μαντάτα454 Έτσι είπε, κι' όξω χύθηκε σαν παλαβή οχ το σπίτι 460 με σπλάχνα που της σπάραζαν, κι' οι σκλάβες ακλουθούσαν.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.