United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κ' η επιβολή δεν είχε πια πολλή πέραση ύστερις από τον έχτο αιώνα· κάποτες μάλιστα, καθώς στον όγδοον αιώνα, έμεινε κι όλως διόλου νεκρό γράμμα· κι αν ξαναφάνηκε αργότερα, δε δούλευε όμως πια με την παλιά της σκληρότητα, ώσπου καταργήθηκε ολότελα στον εντέκατο αιώνα.

Ο Κακαμπός, που δούλευε στο περιβόλι και πήγαινε να πουλή λαχανικά στην Κωσταντινούπολη, ήτανε κατασκοτωμένος από τη δουλιά και καταριότανε τη μοίρα του. Ο Παγγλώσσης ήτανε απελπισμένος, που δεν έλαμπε σε κανένα πανεπιστήμιο της Γερμανίας. Όσο για το Μαρτίνο, ήτανε σταθερά πεπεισμένος, πως παντού είναι κανείς εξίσου κακά: και δεχότανε τα πράγματα υπομονετικά!

Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης.

Όλη τη μέρα ο Έφις, υπηρέτης στις κυρίες Πιντόρ, δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.

Και τράβηξε κατά την κάμαρή της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφασι Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω-κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθή από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα ώμορφο ξανθό παλληκάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί.

Όλη η μικρή συντροφιά δέχτηκε αυτό το σχέδιο, κι' ο καθένας αρχίνησε να εξασκή τα ταλέντα του. Η Κυνογόνδη αληθινά πολύ άσκημη, μα γίνηκε μια έξοχη ζαχαροπλάστισα. Η Πακέττα κεντούσε κι' η γριά φρόντιζε για τ' ασπρόρρουχα. Ως κι' αυτός ο αδερφός Γαρουφάλης δούλευε.

Ο Τζατσίντο δεν είχε πάρει ακόμη καμία απόφαση για την περίσταση, φαινόταν όμως ήρεμος, δούλευε, γύριζε στο σπίτι μόνο όταν ήταν η ώρα για φαγητό και αστειευόταν με το σπιτονοικοκύρη του ζητώντας του συμβολές πώς να υποδεχτεί το κορίτσι. «Δεν θέλω βέβαια να την χάσω, την καημένη την ορφανή! Εάν την παντρευόμασταν μαζί; Μια γυναίκα στο σπίτι χρειάζεται

Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του. Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε.

Στο μεταξύ δούλευε ως τόσο η Ευσεβία, κ' έστερξε τέλος πάντων ο Κωστάντιος να τον κάμη Καίσαρα τον Ιουλιανό. Ύστερα λοιπόν από έξη μήνες φιλοσοφία τράβηξε κατά τη Γαλατία, που είχε ανάγκη ο Βασιλέας εκεί από καλό Κυβερνήτη. Και φαίνεται πως πιδέξια τάβγαλε πέρα στη χώρα εκείνη, που τηνέ βασάνιζαν τότες οι Γερμανοί, επειδή σε πέντε χρόνια μέσα τους έδιωξε τους βαρβάρους.

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!