United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά. — Μάγια; είπε η μητέρα μου. — Ίσως ναι, ίσως κιόχι. Δε σούπα πως δε ξεκαθαρίζεται; Μα θα του περάση, άνε του κάμης ό,τι θα σου πω. Από τη βούργια, που φύλαγε το μοιροχάρτι του, έβγαλε μια λουρίδα χαρτί, γραμμένη έτοιμη, κείπε της μητέρας μου: — Αυτό το φυλαχτάρι να το τυλίξης με κεροπάνι, να το ράψης και να του το κρεμάσης στο λαιμό. Να το κρατή κατάσαρκα.

Νά σου ο Τυδιάς το τι είτανε, μα γέννησε το γιο του χειρότερό του στο σπαθί, καλύτερο στους λόγους400 Είπε, μα λέξη ο δυνατός δεν έβγαλε Διομήδης, τι σα στρατιώτης τ' αρχηγού σεβάστηκε το λόγο. Όμως του Καπανέα ο γιος γυρίζει και του κάνει «Ψεφτιές μη λες, τ' Ατρέα γιε, και ξέρεις την αλήθια. Ναί, εμείς απ' τους πατέρες μας πολύ πιο παλικάρια 405 λέμε πως είμαστε.

Όλα τα κακά μας ήρθαν μαζεμένα στο κεφάλι μας! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Και σα γυρίση με το καλό το βασιλόπουλο και σαν του βάλω την κορώνα με τα χέρια μου, που θενά βρης το τάξιμο που τούταξες για την καινούργια τη βασίλισσα ; Και τον πήρανε τα δάκρυα. Έβγαλε προσταγή ο βασιλιάς, ανθρώποι μπιστεμένοι ναπολυθούνε σ' όλο το βασίλειο, να πάρουνε βουνά και λόγγους, να βρούνε το χαμένο θησαυρό.

Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του.

Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια. — Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν. Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση. — Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. — Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.

Έρριψε το ένδυμά του από επάνω του, έβγαλε τα υποδήματά του, επήδησεν εις την λίμνην και εκολύμβα με ισχυρά κολυμβήματα προς το ακάτιον. Ψυχρόν και βαθύ ήτο το διαυγές κυανοπράσινον παγερόν ύδωρ από τον Παγώνα των βουνών.

Έπαιρνε κάμποσα μ' άλλους λόγους κ' η ρητορική από τα παλιά καθώς κ' οι άλλες τέχνες, μόνο αυτή σε πολύ μεγαλήτερο βαθμό· γιατί ας μη λησμονούμε πως ο εθνικομάχος ο Θεοδόσιος δεν έβγαλε και κανένα νόμο να παιδεύη τους όσους παρομοίαζαν τις νίκες του με τους αγώνες του Ηρακλέα.

Έβγαλε το σκούφο του όπως κάνει ο μετανοών. «Ντόνα Νοέμι, συγχωρείστε με! Πίστευα ότι έκανα το καλό… σκεφτόμουν: όταν δεν θα υπάρχω εγώ, εκείνες θα έχουν τουλάχιστον κάποιον να τις υποστηρίζει….» «Εσύ; Εσύ; Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης! Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά και θέλεις να μας δεις να ζητιανεύουμε με το δισάκι σου.