United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο, σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.» -Εδώ ο τόπος δεν 'ξέρει νόμον άλλο παρά του βασιλιά την προσταγή», είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι » Στο νόημά του ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά· οι συναγμένοι πριν ολόγυρά του μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.

Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους. — Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος σιγαλά στο διπλανό του. — Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας. — Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Κανένα, εξόν ο Ωκιανός, δεν έλειψε ούτε ρέμα, ξωθιά καμιά όσες χαίρουνται χορταριασμένους βάλτους και βρύσες και πηγές νερών κι' όσες πανώρια δάσα. Κι' όλοι σαν ήρθαν στου Διός τον πύργο, παν καθίζουν 10 στα μαρμαρόκοφτα θρονιά που του πατέρα Δία του τάχε κάνει ο Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη. Έτσι οι θεοί είταν στου Διός τον πύργο συναγμένοι.

Στο μεταξύ έρχεται ο Βελισάριος με στρατό από τα περίχωρα, και ταπόγεμα της μέρας εκείνης όρμησε με κάμποσους Γότθους και χτυπούσε τους αντάρτες ως τα σπερώματα. Όταν όμως τραβήχτηκε, ξανάρχισε τα δικά του ο όχλος, κ' έβαλε μάλιστα φωτιά στον τόπο που είτανε συναγμένοι οι Γότθοι. Το κακό άρχισε καθώς είπαμε στις 13 του Γενάρη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα, τι συναγμένοι κάθεσθε σ’ αυτούς τους τόπους, με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι; Και η πόλις είν’ από θυμιάματα γεμάτη, και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας; Αυτά εγώ απ’ το στόμα να μάθω θέλοντας, κι όχι απ’ το στόμα των μαντατοφόρων ο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους.

Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον σηκώσω αποκεί. — Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοίτο δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».

Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Το πόδι σου σαν περιστέρι, τα ρείθρα λες αφρός τα γγίζει και φέγγει γύρω τον αέρα· δέσε στο χέρι μου το χέρι και πέρα από τον κάμπο, πέρα κι από το λόφο, πέρα πάλι κι απ το βουνό και το ακρογιάλι και πάντα εμπρός και πάντα πέρα προς την ολόφωτην ημέρα! Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν; ι ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.