United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ως μέσα την ασπίδα ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει 270 τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος. Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε, μον να! διο κράχτεςτων θεών κι' αντρών μαντατοφόροιήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος, 275 κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης.

Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.