United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συγχρόνως χωρίς να συμβουλευθή τας δύο κόρας, έβαλεν αγρίαν φωνήν: — Μωρέ, τι κόσμος είν' εδώ; Στοιχειά ήρθαν απόξου, να μας φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανά ... Δος μου το τουφέκι να ρίξω. Άνοιξε το παράθυρο, ψηλά, ψηλά, απ' τον φεγγίτη εκεί!.. Η θεατρική αύτη κραυγή έσχε το αποτέλεσμά της. Πρώτος ο δημοδιδάσκαλος έδωκε το σημείον της αποχωρήσεως.

Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.

Όσά 'ναι τζάκια Τρώωνε, σαν πούναι στανεμένοι, αφτοί αγρυπνούν, και να φυλάν παρακινούνε ο ένας τον άλλονε· όμως οι βοηθοί π' από παντού μας ήρθαν 420 κοιμάνται και το φύλαγμα τ' αφίνουν για τους Τρώες, τι αφτών γυναίκες και παιδιά δεν έχει εδώ να πάθουν

Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και τραγούδι.

Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.

Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.

Μα όσο παράξενα κι αν μου φαίνουνται όλα τώρα, τώρα που πιστεύω πως έχω την εξήγησή τους, τόσο απλά και φυσικά ήρθαν τότε και δεν μπορούσα ούτε να υποψιαστώ όλη τη σημασία εκείνων που μας συνέβηκαν. Είχαμε δυο παιδιά ως τότε κ' είχε δοκιμάσει όλες τις συγκίνησες της μητρικής χαράς, που δεν τις λησμονά ποτέ ένας άντρας, που αγαπά τη γυναίκα του.

Έτσι σαν ήρθαν στης θεάς την εκκλησά στο κάστρο, την πόρτα η κρινομάγουλη γυναίκα τ' Αντηνόρου, η Θεανό, τους άνοιξε, η κόρη του Κισσέα· τι είχανε αφτή λειτούργισσα της Αθηνάς οι Τρώες. 300 Κι' όλες με κλάμα και φωνή σηκώσανε τα χέρια.

Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώγ' η ζήλια. Θα χλημητάνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια, θα γενούν πάλαι τα Θερμιά, λαίμαργη καταβόθρα... Χιλιάδαις ήρθαν θερισταί και χάρος οργοτόμος, Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρααυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»...