United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίθετά της τρέχει 20 κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος «Τι ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου; 25 Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει.

Στην αρχή, μόλις μπήκε ο ντον Πρέντου, πλησίασε τον Έφις και τον κοίταξε από ψηλά. «Πώς πάει; Καλά, μου φαίνεται. Έλα να σηκωθούμε, άντε!» Ο Έφις σήκωσε τα αδιάφορα, βαθουλωμένα μάτια του και, μόλις ο ντον Πρέντου έσκυψε να τον αγγίξει, άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να σπρώξει το δυνατό κορμί που άγγιζε το δικό του που βρισκόταν σε διάλυση. «Φύγετε, φύγετε…»

Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες.

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί, κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομερίδα.

Είχαν έλθει ψηλά από την ράχιν, από τα Καλύβια του βουνού, όπου είχαν μείνει να διανυκτερεύσουν, η γραία κ' ο εγγονός της. Από το πρωί ευρίσκοντο εις την μάνδραν, εις το βουνόν. Είχαν υπάγει διά να ζητήσουν από δύο βοσκούς κολλήγας των ολίγα καθυστερούμενα, εις μυζήθρες και τραχανάν, προερχόμενα από αντισπόρους και από ενοίκια βοσκών.

Έχω τόσον καιρό, που καρτεράω κι' ακόμα ο γυιός μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερόν'; Και λέγοντας αυτά έρριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα, για να δώση του παπά να νοιώση πλειότερα. — Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από κείνο που σου έχω διαβάσει εδώ κι' ένα μήνα; — Δεν έλαβα άλλο... — Τότε θα πη πως μπορεί ναρθή αυτές τες ημέρες..

Πώς σου φαίνεται; Ήταν ο Σταθόπουλος παλιός συμμαθητής και συμφοιτητής του τώρα στα Νομικά. Ήταν νέος ζωηρός, κομψοντυμένος, με ψηλά κολλάρα και λαιμοδέτη κόκκινον.

Τότε είδε στο άλλο μέρος του μεγάλου δρόμου, ψηλά στην άκρη του χαντακιού, τα κίτρινα άνθη, που λάμπανε φυτρωμένα στο σταχτερό χώμα, κ' έτρεξε κει, όσο βαστούσαν τα μικρά του πόδια. Μα τώρα είτανε σχεδόν μέσα στο δάσος και δεν μπορούσε πια ναντισταθή.

Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και ταμπέλι που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.