United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάρχει μια παράδοση, που λέγεται η πομπή του θανάτου. Ο θάνατος είναι σκεπασμένος με λευκό μαντύα, το κρανίο του όμως μένει ξέσκεπο. Πίσω του έρχεται μια μακριά ακολουθία από νέους και γέρους ανάκατα κ' είναι τόσο μακριά ώστε χάνεται στο απέραντο και κανένας δεν μπορεί να δη το τέλος της. Ο θάνατος κρατεί στο χέρι ένα κουδούνι και φαίνεται πως μόλις το σήμανε.

Η γρηά Γαλανή ήτο εις μεγάλην απελπισίαν: αν ο καιρός εξηκολούθει άστατος και οι κατσίκες δεν εύρισκον το γάλα των, τα κατσικάκια θα έλυωναντα πόδια των. . . Και μετ' ολίγον η φοβερά όψις του Γιαννίκου θα εφαίνετο προ της καλύβας και θα ηκούετο η τραχεία του φωνή, η οποία όπου αντηχήση φέρει καταστροφήν, ως η φωνή της κουκουβάγιας. — Βάλε και τη σούβλα· βάλε και το κουδούνι!

Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.

Ήρθε πριν ο Δημητράκης και μου 'καμε το κεφάλι μου κουδούνι. Είπεείπε, κόντεψε να τον κάμη ήρωα το χοιροβοσκό· δε θέλω ν' ακούσω άλλο. — Καλά· δε θα σου μιλήσω γι' αυτόν είπε υπομονητικά η γριά. Ήρθαν οι κολλήγοι μας και θέλουν να μιλήσετε για τα χωράφια. Άλλες χρονιές σαν τώρα τάχε μοιρασμένα ο γέρος και δούλευαν μέσα. Ο Κουτρουμπής λέει πως πέσανε βροχές και θάχουμε καλά γεννήματα εφέτο.

Δε μου φαίνεται παράξενο πώς δεν είμαι αυτό το μήνα καλύτερα από τον περασμένο. Θα το πω του κυρίου Πυργγόν για να τακτοποιήση αυτήν την κατάστασιν. Έλα, σηκώστε τα αυτά από δω. Δεν ακούνε καθόλου και το κουδούνι μου δεν κτυπάει δυνατά. Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Τίποτα. Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Κουφάθηκαν. Τουανέττα! — Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Σαν να μη χτυπούσα καθόλου το κουδούνι.

Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη, κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό, μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει, που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό. Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι, κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.

Φαίνεται, γιατί στο δρόμο κάθεται μια γυναίκα λυγισμένη από τα γερατιά κι απλώνει παρακαλεστικά τα χέρια στον ανίλεο, που περνά μπροστά της χωρίς να την κοιτάξη. Κοντά όμως στο θάνατο στέκει ένα νέο ζευγάρι ερωτεμένων. Στο αυτί του νέου έχει σημάνει το κουδούνι του θανάτου και το απελπισμένο αγκάλιασμα της αγαπημένης δεν μπορεί να τον κρατήση.

Τρεις όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το χρηματιστήριο να να ιδώ τι τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα το σταυρό μου και έταζα κερί εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν.

Το κουδούνι σημαίνει και κείνος, που πρέπει να φύγη αποδώ, ακούει τόνομά του κι όποιος πάλι δεν το ακούει οφείλει να μείνη. Η διαφορά είναι μόνο πως εγώ βλέπω το θάνατο από μακριά, πολύ πριν πλησιάση, γνωρίζω πως θα σημάνη το κουδούνι και πως εκείνη που θα καλέση, θα φύγη με χαρά. Μα δε θέλω να καταραστώ άνεργος τη δύναμη του θανάτου.

Αλλ' ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι' αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κ' εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου: — Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπάρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!. . .