United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Προς το βράδυ ο ουρανός ξεκαθάριζε, όλο το ασήμι των ορυχείων του κόσμου μαζευόταν σε μπλοκ και σε σωρούς στον ορίζοντα∙ αόρατοι εργάτες το δούλευαν, έχτιζαν σπίτια, κτίρια, ολόκληρες πολιτείες, κι αμέσως μετά τα χαλούσαν και ερείπια, ερείπια άσπριζαν τότε μες στο δειλινό, σκεπασμένα με χρυσή βλάστηση, με ροδόχρωμους θάμνους∙ περνούσαν κοπάδια από γκρίζα και μαύρα άλογα, ένα σημάδι κίτρινο έλαμπε πίσω από ένα διαλυμένο κάστρο και έμοιαζε να είναι η φωτιά κάποιου ερημίτη ή κάποιου ληστή που είχε καταφύγει εκεί πάνω: ήταν το φεγγάρι που έβγαινε.

Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.

Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Κάθουνταν ολονυχτίς και συζητούσε δευτερεύοντα θεολογικά ζητήματα με κληρικούς και με δασκάλους, και μήτε πια την αγαπημένη του Δύση δε συλλογιούνταν, καθώς τα πρώτα χρόνια, τα χρόνια που δούλευαν κι ο νους του κι ο στρατός του για τη μεγάλη του την ιδέα. ΕΧΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η Στάση του Νίκα Το δράμα του Νίκα πρέπει να ονομαστή κίνημα εθνικό. Είτανε φοβερή φωνή και φοβερώτερη οργή του λαού.

Ακολουθώντας την πρώτη προσταγή κλείνουν οι Βασιλικοί αξιωματικοί τα θέατρα, τα λουτρά και το Ιπποδρόμιο. Σταματούν το σιτηρέσιο, και στήνουνε κριτήριο καταμεσή στο Φόρο, τάχα να βρουν τους ενόχους. Αλυσοδεμένους τους έφερναν εκεί πέρα όλους τους πλούσιους. Αντίς ανάκριση δούλευαν τα βασανιστήρια, κι όσο για τις απόφασες, Θεός κ' η ψυχή τους.

Ήρθε πριν ο Δημητράκης και μου 'καμε το κεφάλι μου κουδούνι. Είπεείπε, κόντεψε να τον κάμη ήρωα το χοιροβοσκό· δε θέλω ν' ακούσω άλλο. — Καλά· δε θα σου μιλήσω γι' αυτόν είπε υπομονητικά η γριά. Ήρθαν οι κολλήγοι μας και θέλουν να μιλήσετε για τα χωράφια. Άλλες χρονιές σαν τώρα τάχε μοιρασμένα ο γέρος και δούλευαν μέσα. Ο Κουτρουμπής λέει πως πέσανε βροχές και θάχουμε καλά γεννήματα εφέτο.

Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου». Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες.

Εδώ όμως άρχισαν πάλι και δούλευαν οι φαρμακερές γλώσσες, κι ο Ιουστινιανός δίχως άλλο ξαναμωραμένος πια τώρα, φοβηθέντας και τους εχτρούς του Βελισάριου, δεν τον αφήκε να κυνηγήση παρακείθε τους βαρβάρους, Σαν είδανε λοιπόν οι Ούνοι πως έμνησκαν πάλι απείραχτοι, άρχισαν το ρήμαγμα κατά τα δυτικά της Πρωτεύουσας.