United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε; ΥΠΗΡΕΤΗΣΠολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

Μόλις μπορούσα να πιστέψω ό,τι έβλεπα, όταν όλα περάσανε καλά κ' η γυναίκα μου, έπειτα από βαρύν αγώνα, άρχισε να δυναμώνη σιγά σιγά. Έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο πλάσμα κι από τις πρώτες μέρες του μιλούσε με λόγια, που δεν μπορούσε να τακούση κανένας άλλος. Μα το κοριτσάκι δεν ήρθε. Στη θέση του ήρθε έν' αγοράκι, που τονομάσαμε Σβεν. Ο μικρός Σβεν μεγάλωνε κ' έγινε ο αγαπημένος όλων.

Ο Τζατσίντο κατάπιε τα χάπια και χωρίς να ανασηκωθεί έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. «Πόσο είμαι κουρασμένος, Έφις! Ναι, έχω μαλάρια: την άρπαξα κι εγώ, ναι! Πώς να μην την αρπάξω σ’ αυτό το κωλοχώρι; Τι χωριό, Θεέ μου!», πρόσθεσε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κουρασμένος. «Εδώ παθαίνει κανείς, εδώ παθαίνει….» «Σήκω», είπε ο Έφις σκυμμένος επάνω του. «Μην μένεις εκεί ξαπλωμένος.

Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.

Το ανθρωπάκι τον κοίταζε με αποδοκιμασία, αλλά δεν μιλούσε, τουλάχιστον όταν ήταν μπροστά ο Έφις. Αυτός πάλι δεν ήθελε, με τη σειρά του, να εκβιάσει τη μοίρα, και σκεφτόταν ότι ήταν αμαρτία να προσπαθήσει ν’ αντισταθεί στη θέληση της Θείας Πρόνοιας. Σ’ αυτήν έπρεπε να αφεθούνε, όπως ο σπόρος στον άνεμο. Ο Θεός ξέρει τι γίνεται.

Ανήκει αληθινά στην «φιλολογία του κόσμου» για την οποία μιλούσε ο Γκαίτε. Άρχοντες, έχετε την ευχαρίστησι ν' ακούστε μια ωραία ιστορία αγάπης και θανάτου; Την ιστορία του Τριστάνου και της Βασίλισσας Ιζόλδης; Ακούστε πώς με μεγάλη χαρά και μεγάλη λύπη αγαπήθηκαν, και πώς πέθαναν έπειτα την ίδια μέρααυτός εξ αιτίας εκείνης, αυτή εξ αιτίας εκείνου.

Έλεγε ακόμα πως ο Προφήτης, που ήξερε όλα τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος κι' όλα ταπόκρυφα του Θεού, μιλούσε, με ωραία και σοφά λόγια, στα πλήθη του κόσμου. Μιλούσε για τη Ζωή, για το Θάνατο και για την Αγάπη. Τα λόγια κυλούσαν απ' τα χείλη του γλυκά σαν το μέλι. Η φωνή του ξεπερνούσε το πιο γλυκό τραγούδι.

Δεν μπορώ να φανταστώ το παιδί χωρίς τα σγουρά μαλλιά του, έλεγε. Τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του ψιθύριζε, του μιλούσε, τον ικέτευε. Μα ο Σβεν δεν μπορούσε να πειστή. Παρακαλούσε τόσο κ' είτανε τόσο συγκινητικός, που τέλος κατώρθωσε να του γίνη το θέλημα. Ήρθε μέσα στην κάμαρά μου με το κόκκινο καπελάκι του, με το άσπρο φόρεμα κυματιστό γύρω στις μικρές γαμπίτσες.

Έλα, γιαγιά, πες μας τώρα, περπατεί ακόμα το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Μόνο μας κύτταζε με κάτι μάτια παράξενα. Σηκωθήκαμε όλοι και την τριγυρίσαμε. Άλλος της χάιδευε τις πλάτες, άλλος τάσπρα της μαλλιά κι’ άλλος τα γόνατά της. Εγώ την έβλεπα στα μάτια και την παρακαλούσα. — Έλα, γιαγιακούλα, άφησε τώρα τα νάζια σου, πες μας τι έκανε το βασιλόπουλο. Περπατεί ακόμα;

Με μιαν απαντοχή, σα να κρεμότανε όλη η μελλόμενη ζωή μου από τα λόγια της, πλησίασα το αυτί μου απάνω στο στόμα της. Εκεί άκουσα τη φωνή της. Ερχότανε από τόσο μάκρος, όπως δεν άκουσα ποτέ φωνή. Είτανε τόσο αδύνατη, που μόλις μπορούσα να την ξεχωρίσω. Δεν είταν αυτή πια, είτανε το πνεύμα της που μιλούσε.