United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κιάφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήση στη σύγκριση. Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικώτερη της παλαιάς· κήσαν γιαυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη.

Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.

Ένοιωσα πως τώρα χρειαζότανε την πίστη της, πως τη χρειάστηκε πάντα, πως η πίστη αυτή είτανε τόσο βαθιά δεμένη με το βαθήτερο είναι της και πως ίσως θα είχε υποφέρει λιγότερο, αν δεν της κλονιζότανε ποτέ η πίστη αυτή. Το ίδιο ήξερα και γω πως δεν έχασα ποτέ ολότελα την πίστη προς κάποια συνέχεια μετά το θάνατο. Προσπάθησα βέβαια να κάμω με τη λογική τη σκέψη αυτή αδύνατη μπροστά στα μάτια μου.

Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχειςΤης έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε

Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.

Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους. — Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια... Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί. — Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη.

Οι συγγένισσές της την καλούσαν από τις καλύβες: «Γκριζέντα, έλα! Τι θα πει η γιαγιά σου όταν σε δει τόσο αδύνατη; Ότι δεν σε ταΐσαμε;» «Ε, δεν της φτάνουν μόνο οι μπουκιές», είπε η Καλίνα στον Έφις κλείνοντάς του το μάτι. «Έλα, Έφις, πιες ένα ποτήρι κρασί. Ξέρεις ποιος μου το χάρησε; Το μικρό σου αφεντικό.

Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

Άνδρας είσαι; φαίνεσαι άνδρας ‘ς την μορφήν, πλην είναι γυναικίσια τα δάκρυά σου· τ' άγρια καμώματά σου τούτα ενός θηρίου μαρτυρούν την άλογην μανίαν. Ω συ, με πρόσωπον ανδρός αδύνατη γυναίκα, και με ανθρώπινην μορφήν ανήμερον θηρίον... μα την ιερωσύνην μου, με κάμνεις και θαυμάζω. Σε είχα φρονιμώτερον· είχα γερόν τον νουν σου.