United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.

Ο Τζατσίντο κατάπιε τα χάπια και χωρίς να ανασηκωθεί έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. «Πόσο είμαι κουρασμένος, Έφις! Ναι, έχω μαλάρια: την άρπαξα κι εγώ, ναι! Πώς να μην την αρπάξω σ’ αυτό το κωλοχώρι; Τι χωριό, Θεέ μου!», πρόσθεσε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κουρασμένος. «Εδώ παθαίνει κανείς, εδώ παθαίνει….» «Σήκω», είπε ο Έφις σκυμμένος επάνω του. «Μην μένεις εκεί ξαπλωμένος.

Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;

Έπειτα από τον τελευταίο της διάλογο με τον Βέρθερο, κατάλαβε πόσο δύσκολο θα της ήτο ν' αποχωρισθή απ' αυτόν, και τι θα υπέφερεν εκείνος αν απομακρυνότανε απ' αυτήν.

Ήρθα να σ' αποχαιρετίσω. Ήρθα να σε ιδώ μια φορά πριν φύγω. Νάξερες πόσο κακό μούκανε η ιδέα πως μπορούσες να υποθέσης πως σε κυνηγώ, πως τρέχω αποπίσω σου, πως σου γίνομαι φόρτωμα. Όταν με πρωτοείδες εδώ τρόμαξες, ταράχθηκες, αγανάκτησες. Παρεξήγησες το κίνημά μου. Νάξερες τι ήταν αυτή η στιγμή για μένα. ΦΛΕΡΗΣΌχι, Λέλα, ποτέ δεν το υπόθεσα. Ξέρω πόσο είσαι περήφανη.

Ο Πρόσπερος προδιαθέτει την τρυφερή καρδία της κόρης, όπου γλήγορα πρέπει να φυτρώση η αγάπη, με το &φοβερό θέαμα τον καταποντισμού, που εγγίζει μέσα της όλη τη δύναμη της λύπης·& επειδή αυτή μέλλει γλήγορα να γνωρίση τον κόσμο, με τα κακά του, την αγάπη, με τους κινδύνους της, ο φρόνιμος πατέρας, ο οποίος έως τότε δεν ηθέλησε να ταράξη την αθόλωτη γαλήνη εκείνης της ψυχής, τώρα αναγκάζεται να της διηγηθή όσα αυτοί υπέφεραν από την αδικία των ανθρώπων, πόσο πάλι τους ωφέλησε η αγαθοσύνη του ανθρώπου, ο οποίος είχε προσταγή να τους παραδώση αλύπητα εις τον αφανισμό, πώς η Θεία Πρόνοια τους εφύλαξε, και τέλος, να της ενθυμίση πόσον αυτή χρωστάει εις τον πατέρα, ο οποίος, εις την έρημο, εδυνήθηκε να καλλωπίση το πνεύμα της, και να μορφώση ηθικά την ψυχή της.

Γιατί γνωρίζω καθαρά σαν πόσην έχεις θλίψι, Οχ τον καιρό, κι' οχ τη στιμη, που ο φίλο σου έχει λήψει. Και το μετρώ οχ του λόγου μου, με της καρδιάς μου κρίσι, Οπού δεν ίδα πλιο καλό αφόντης σ' έχω αφήση. Δε νιόθω της ημέραις μου, και τι καιρός διαβαίνει, Χώριατης πίκρας τον ποσό, οπού όσο πάει, πληθαίνει.

Να ήξερες πόσο μιλώ για σε μαζί του, έλεγε, όταν ο Σβεν έδινε τέλος του πατέρα την άδεια να τον αφήση από την αγκαλιά του, κ' έκανε θέση της μαμάς

ΑΛΟΝΖ. Η οποία έγινε θυγατέρα μου. Αλλά πόσο θέλει φανή παράδοξο, πως πρέπει να ζητήσω συγχώρεση της θυγατέρας μου! ΠΡΟΣΠ. Κύριε, πάψε. Ας μη βαρύνουμε την ενθύμησή μας με θλίψες περασμένες. ΓΟΝΖ. Εγώ έκλαια μέσα μου· για τούτο εσώπαινα έως τώρα. Σκύψετε, θεοί, και απάνω των δύο κατεβάσετε στεφάνι ευλογημένο· γιατί σεις εγράψετε το δρόμο, οπού μας έφερ' εδώ. ΑΛΟΝΖ. Γένοιτο, λέγω κ' εγώ, Γονζάλε!

Μην παραλείψης, του είπε ο Αγαθούλης, να τους παραστήσης, τι φριχτή απανθρωπιά είναι να ψήνουνε τους ανθρώπους και πόσο είναι αντιχριστιανικό! — Κύριοι, είπε ο Κακαμπός, φαντάζεστε, πως θα φάτε σήμερα ένα Ιησουίτη; Πολύ καλά! Τίποτε δεν είναι δικαιότερο από το να μεταχειρίζεται κανείς έτσι τους εχθρούς του.