United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγε ακόμα πως ο Προφήτης, που ήξερε όλα τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος κι' όλα ταπόκρυφα του Θεού, μιλούσε, με ωραία και σοφά λόγια, στα πλήθη του κόσμου. Μιλούσε για τη Ζωή, για το Θάνατο και για την Αγάπη. Τα λόγια κυλούσαν απ' τα χείλη του γλυκά σαν το μέλι. Η φωνή του ξεπερνούσε το πιο γλυκό τραγούδι.

Και τι κάνει ο ντον Τζατσίντο;» «Ε, δουλεύει και διασκεδάζει. Είναι εύθυμος, χρυσό παιδί. Όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του…. τσακώνονται για χάρη του λες και είναι γλυκό από μέλι…»

Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.

Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση.

Κι' όποιος διαβαίνει οχ' το χωριό, ψηλά στο κυπαρίσσι Όλοι του δείχνουνε και λεν: «η Μαγεμμένη Βρύση». Τ' έφταιξε η βρύση; Έφταιξεν η μάγισσα η παρθένα. Οπού την βρύση εμάγεψε κ' εμάγεψε κ' εμένα. Σαν έρθη τώρα η 'μορφονιά που μάγεψε τη βρύση Και μ' ένα φίλημα γλυκό τα μάγια μου ξορκίση, Θα γειάνη ο πόνος που με τρώει βαθιά και με μαραίνη, Και θα να πάψουνε να λεν την βρύση μαγεμμένη.

Το πολύ έμπα-έβγα σ' ένα σπίτι, καταλαβαίνεις... Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος... Δεν είπα να κόψωμε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κ' οι άλλοι φίλοι, νάρχεσαι να μας βλέπης. Μην το πάρης αλλοιώς... Με συμπαθάς μάλιστα...» Αυτά του είπα. — Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι' αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρης το στυλιάρι του μποτζαργάτη!

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι.

Μια σταλαγματιά αίμα έσταξε απ' το λευκό της δάκτυλο. Μ' ένα γλυκό πόνο σκούπισε κρυφά το δάκτυλο στα μαλλιά της. Έτσι ζούσανε κάμποσο καιρό ευτυχισμένοι ο Παύλος κ' η Παυλίνα. Άξαφνα η Παυλίνα, αφού είχε πάρει το νου, την καρδιά και τη ζωή του Παύλου, όλα δικά της, άρχισε να θλίβεται και να παραπονιέται.

Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.