United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.

Κι αυτό είναι νασπρίσουν τα μαλλιά μας και να γεράσουμε μεις οι δυο και να ηλικιωθούνε τα παιδιά μας. Είμαι τόσο πολύ μητέρα, ώστε να ποθώ να μεγαλώσουν ταγόρια μου και να μπορώ να πηγαίνω στο σπίτι τους και να σηκώνω στα χέρια μου μικρά, μικρούτσικα εγγονάκια και να βλέπω πως ζω και γω λιγάκι σ' αυτά. Ταγόρια μου είναι τώρα τόσο μεγάλα, ώστε να μη με χρειάζουνται πια έπειτα από λίγο.

Πολλές βραδιές π' αντάμωναν φυλιώνταν από τότες Κ' έλεγαν την αγάπη τους κι' άργαγε λίγο η Χρύσω Κι' αν τη ρωτάγαν «τι άργησεςτα γονικά στο σπίτι Χίλιες τους εύρισκε αφορμές, μύρια της στράτας μπόδια. Κ' ένα βραδύ από τα πολλά, κοντά το πρώτο σούρπο, Δίχως ν' αρμέξουν πρόβατα, να ειπούν και πολλά λόγια.

Σούβλισαν ένα μπούτι, κι άρχισαν να το γυρίζουν απάνω στη θράκα. Σαν έγιναν όλ' αυτά ο λοχίας έκατσε πρώτος κοντά στη φωτιά, λίγο απόμακρα να μη τον παίρνη η φάκλα της φωτιάς κι είπε: — Κάτσ' τ' τόρα μπρε παιδιά! Τα παιδιά έκατσαν.

Το Φλουρώ έχει καλλίτερα πράματ' από την Ανέζα κ' εγώ πάλι ό,τι καλό μπορώ θα σου κάμω. Και τον εκέρασε πάλι· στο κέρασμα έλαβε μέρος και ο παππά Κρητικός, ο οποίος και είπε πολλά του Κεμιάκου, κερνώντας τον λίγο λίγο. Αυτός ο καϋμένος είχε δεν είχ' εμέθυσε και μια στιγμή ήδωκε το λόγο του. — Δε θέλω να ξέρω τίποτε πλια· εξεμπέρδεψε· το Φλουρώ θα πάρω και δε δουλειώ κανεί. . .

Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας έσωσε. Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα.

Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του.

Ποτές δεν έλαβα επιστολή της, είπε ο Αγαθούλης: γιατί, φαντασθήτε, επειδή με διώξαν από τον πύργο για τον έρωτά της, δε μπόρεσα να της γράψω· λίγο κατόπι έμαθα, πως είχε πεθάνει, αργότερα την ξαναβρήκα και την ξανάχασα και της έστειλα από δυόμιση χιλιάδες λεύγες έναν αγγελιοφόρο, από τον οποίον περιμένω απάντηση. Ο αββάς άκουε προσεχτικά και φαινότανε λιγάκι ρεμβώδης.

Εκείνη όμως έστρεψε το πλατύ, μελαχρινό πρόσωπό της, που το περιέβαλε η άσπρη μαντήλα, και του έκανε νόημα να έχει υπομονή. «Πήγαινε να μου φέρεις λίγο νερό, ώσπου να κατέβει η Νοέμι