United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά. Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη. Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε. Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά. — Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Τότε είπε και τους λάλησε τ' Αντραίμου ο γιος ο Θόας, πρώτο των Αιτωλών σπαθί, πιδέξος με κοντάρι, γερός και σ' αμαξοσφαγή, και λίγοι τον νικούσαν στη συντυχιά όταν όλοι οι νιοι παράβγαιναν στο λόγο. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε 285 «Ωχού, κι' αφτό ναι απ' τ' άγραφα που βλέπω τώρα ομπρός μου!

Επί του παρόντος δεν έχομεν περισσοτέρους των δέκα. — Γυναίκες κατά το πλείστον, προσθέτω. — Όχι καθόλου. Όλοι είναι άνδρες δυνατοί, σας το εγγυώμαι. — Αλήθεια! Εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι το πλείστον των τρελλών ανήκει εις το ωραίον φύλον. — Γενικώς αυτό συμβαίνει, αλλ' όχι και πάντοτε. Δεν είναι και πολύς καιρός που είχαμε . . . περίπου . . . είκοσι επτά πρόσωπα.

Οι δε Αγάθυρσοι είναι άνθρωποι αβρότατοι και τα μάλιστα χρυσοφόροι. Έχουσι τας γυναίκας κοινάς διά να ήναι όλοι αδελφοί μεταξύ των, και όντες συγγενείς να μη αισθάνωνται οι μεν κατά των δε μήτε μίσος μήτε φθόνον. Κατά τα άλλα όμως έθιμα εμιμήθησαν τους Θράκας. Οι Νευροί έχουσι τα έθιμα των Σκυθών.

Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε. Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν.

Όθεν την διωρισμένην ημέραν όλοι οι άρχοντες του παλατίου με εσυντρόφευσαν με μεγάλην προπομπήν έως εις το πλοίον και, εκεί αποχαιρετηθέντες, εμισεύσαμεν την ερχομένην ημέραν με επιτηδειότατον αέρα, και με σκοπόν να γυρίσω αγλήγωρα και ασφαλώς εις Βαβυλώνα.

Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.

Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει, και κράζοντάς τον του μιλεί δυο φτερωμένα λόγια «Ω κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα! 370 Τι τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης; Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει, Μον πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα, καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν.

Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι• πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345 κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις, εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».