United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένοςκαι εξέτεινε την χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένοςτον οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια. — Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.

Έμαθα πως παντρεύγεσαι ... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ. Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ' εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνη την αγωνίαν της. — Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;

ΦΛΕΡΗΣΜην ξαναλές τις ανοησίες του γιατρού. Άλλαξε δίσκο στο φωνογράφο σου . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξαναλέω τα λόγια του γιατρού, κύριε Τάσσο. Πρέπει να φύγουμε. Είναι σπουδαίος λόγος να φύγουμε. Τι τρέχει πάλι; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Η Κυρία Λέλα ήρθε με το απογεματινό βαπόρι. ΦΛΕΡΗΣΨέμματα! Ανοησίες! Πώς είναι δυνατά αυτά που λες; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤην είδα, με τα μάτια μου. Ερχότανε καταδώ.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Γιατί είτανε τόσο ζηλότυπη για το μικρό, ώστε δε δεχότανε να τη βοηθά κανείς. Και τέλος όταν παρατήρησε πως δεν είχε πια τη δύναμη, έδωσε με δάκρυα τη συναίνεσή της κ' υποτάχτηκε στο αναπόφευχτο. Ωστόσο έπειτα από λίγες ώρες που έφτασε η νοσοκόμα, ήρθε η γυναίκα μου και μου διηγήθηκε μ' ολάστραφτα μάτια πως ο Σβεν δέχτηκε με μεγάλη χαρά τη νέα συντρόφισσά του.

Δεν είναι φρικτόν; ο ηθοποιός εκείνος, σ' ένα πλάσμα, όνειρο πάθους μόνον, ικανός εφάνητο νόημά του την ψυχήν του να υποτάξη, ώστ' άχνιζ' όλος όπως ενεργούσ' εκείνη, με μάτια δακρυσμένα, μ' όψιν χαλασμένην, με κομμένην φωνήν, με κάθε κίνησίν του σύμφωνην, 'ς ταις μορφαίς, μ' όλο το νόημά του! Και όλα διά τίποτε!

Τώρα έγινες ένα μηδενικόν χωρίς τίποτε απ' εμπρός του. Πάλιν καλλίτερός σου εγώ. Εγώ είμαι τουλάχιστον τρελλός. Εσύ δεν είσαι τίποτε. Προς την Γονερίλην. Βέβαια, βέβαια· θα την μαζεύσω την γλώσσαν μου. Μου το προστάζει η ματιά σου, αν και δεν λέγης λέξιν. Βούβα, Βούβα! Αν σου λείψει του ψωμιού η ψίχα και η κόρα απεκεί που χόρταινες, θα σου έλθει πείνα τώρα Να ένα ξεκουκκισμένο ρεβίθι.

Όχι, εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν να ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου είσαι καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι' αγάπην σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ που αυτή έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά επάνω της, και τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.