United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γριά του ψαρά, μισότριβη γυναικούλα, μ' ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη, πήρε πέντε μπεκάτσες, τις μάδησε, τις ξοκοίλιασε, τις σούβλισε, έκαμε μια θράκα γι αρνί στη γωνιά, κάθησε κοντά στο γωνολίθι, και απιθόνοντας τη σούβλα, άρχισε να την γυρίζη, αγάλι' αγάλια. Από την ανοιχτή πάντα πόρτα της καλύβας, για να βγαίνη ο καπνός, φαίνουνταν η πυκνή θαμπή αντάρα που σκέπαζε το λόγκο και τη λίμνη.

Είμαστε όλοι ένα σύνολο γι' αυτή κι από αυτού πήγαζε ο πόνος της· αιστανότανε πως δε θα μπορούσε να φιλιώση ποτέ τις αντίμαχες δύναμες, που παλεύανε για την ψυχή της. Τα έβλεπα όλα αυτά. Τα έβλεπα όλον τον καιρό που βάσταξε ένα ταξίδι, που σχεδόν τη βίασα να κάμουμε, για να τη φέρω έξω στον ήλιο και στη θάλασσα και να της δώσω νέες εντύπωσες από τη ζωή. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτό το ταξίδι.

Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. 20 Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει.

Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα.

Αλλ' όταν τα μικρότερα είδη, ολίγα όντα, περι- κλεισμένα εντός των μεγαλυτέρων, πολλών όντων σβύνωνται θραυόμενα, εάν μεν θέλωσι να έλθωσιν εις το είδος του νικήσαν- τος αυτά, παύουσιν από του να σβύνωνται και εκ του πυρός γί- Β. | νεται αήρ, εκ δε του αέρος γίνεται ύδωρ.

Βέβαια οι συγγενείς δίνουν φαΐ στην Γκριζέντα, αλλά δεν ξέρουν πού ξημεροβραδιάζεται με τον ντον Τζατσίντο.» «Και οι κυράδες μου; Δεν το πήραν είδηση;» «Αυτές; Είναι σαν τους ξύλινους αγίους μέσα στις εκκλησίες. Κοιτάζουν, αλλά δεν βλέπουν. Γι’ αυτές δεν υπάρχει κακό.» «Αυτό είναι αλήθεια!», παραδέχτηκε ο Έφις. Ήπιε, αλλά ένοιωσε λυπημένος και πήγε να ξαπλώσει κάτω από ένα σκίνο του ερεικώνα.

ΜΙΛΩΝ Αγέρα κοπανάς εσύ· μα εγώ καιρό δε χάνω. ΒΑΤΤΟΣ Γι αυτό κ' εμπρός στην πόρτα μου ταφήνω τα χωράφια, απ' τον καιρό που τάσπειρα, ασκάλιστα ως τα τώρα. ΜΙΛΩΝ Και ποια είνε που σε τυραγνά; ΒΑΤΤΟΣ Του Πολυβώτη η κόρη, πούπαιζε το σουραύλι της στην άκρη στο ποτάμι. ΜΙΛΩΝ Τα γύρευες και τάπαθες· πληρώνεις τα έχεις κάνει· Κοιμάτ' η ακρίδα ολονυκτίς μαζί σου πλάι με πλάι.

Η ντόνα Ρουθ κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να δικαιολογήσει στον Έφις την αδικαιολόγητη περηφάνια της Νοέμι και, έτοιμη πάντα να ακολουθήσει την γνώμη των άλλων, χάρηκε γι’ αυτό. «Θυμάσαι πόσο υπεροπτικός ήταν ο πατέρας μου;», είπε, χώνοντας μέσα στη χλωμή ζύμη τα κόκκινα χέρια της με τις γαλάζιες φλέβες. «Κι εκείνος έτσι μιλούσε.

Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Φαινότανε σα να κοιμότανε και το πρόσωπό της είχε ξανανιώσει με το θάνατο. Έτσι πήγε να βρη το Σβεν, όπως το έλεγε μόνη της, και γι' αυτό ονομάστηκε το βιβλίο τούτο «βιβλίο του μικρού αδελφού», που ήρθε κ' έγινε ο άγγελος της μητέρας του, αν και δεν έγινε όπως το ελπίσαμε. Γιατί την πήρε μαζί του, σαν έφυγε. Μα το βιβλίο αυτό είναι μαζί κ' η ιστορία ενός αγώνα με το θάνατο.