United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Πετιέται ως το Καπελιό, να δη και να μάθη τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ' απάνω στην πέτρα δε θαπομείνη, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είνε. Θάρθη η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.

Ποιος θάρθη το λοιπό να πη τώρα ενός λαού· — «Τη γλώσσα που μιλείς, δεν τη θέλω, γιατί δεν είναι κανονική· να πάρης τη δική μου που έχει γραμματικήΤέτοιος λόγος με φαίνεταικαι θα σας φαίνεται και σαςτουλάχιστο κάτι παράξενος, για να μην πούμε άλλο. Είναι σα νάλεγε που κρίνει πιο σωστά και που έχει πιώτερη γνώση παρά ένα έθνος αλάκαιρο.

Η μόνη διαφορά είτανε πως ενώ η δυστυχία μεγάλωνε πάντα, εγώ δεν ήθελα να την πιστεύω, αν και την προαιστανόμουνα και γνώριζα πως θαρθή. Γιατί εμείς οι άνθρωποι το γνωρίζουμε πως θαρθή ο πόνος. Μόνο με ποια μορφή θαρθή δεν το γνωρίζουμε ποτέ.

Τώρα θαρθή ο πατέρας σας . . . όπου είνε, έφτασε. Να κάμετε φρόνιμα . . . Θα σας φέρη καλούδια . . . Στραγάλια και μύγδαλα. — Ταάλια κη μύλαλα! επανελάμβανεν ο Μανώλης με το στόμα ανοικτόν. Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα και ο Αγάλλος δεν εφαίνετο.

Ο γυιός της ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρη μαύρα πέλαγα. Άμορος είχε γείνη, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θάρθη, και δεν ερχότανε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα μη με δέρνης γι' αυτό, γιατί θαρθή καιρός να θυμηθής εμένα. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Γιατί; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και αν δεν έχω εγώ παιδί, άδικα θα με κάνης να κλάψω, και του λόγου σου γελώντας θα πεθάνης. Άκουσε μια σκέψιν άλλη: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! εχάθηκα και πάλι! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Κ' ίσως ούτε στενοχώρια, ούτε λύπη θα σου φέρη μ' όσα έχεις υποφέρη.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως να το έλουε.

Αυτός, όπου είναι, τώρα σε 'λίγο, θάρθη 'δω, γιατί θα σουρουπώσει, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω . . . Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή όπως δεν με είδε ως τώρα». Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως· «Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση». Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.