United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.

Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια

Απ’ την κουζίνα έβγαινε λίγο αμυδρό φως που φώτιζε ένα μέρος της αυλής. Μέσα ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος: η Νοέμι και η ντόνα Έστερ μετακινιόντουσαν , αλλά φαινόταν να φοβούνται κι εκείνες, να φοβούνται μην γίνουν αντιληπτές ότι ζούσαν. Κάποιος όμως έσπρωξε την πόρτα, και οι τρεις, οι γυναίκες και ο υπηρέτης, πετάχτηκαν σαν να ξυπνούσαν από έναν ύπνο του θανάτου.

Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του. «Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι!

Περνώντας εμπρός από την εκκλησία είδε ότι ήταν ανοιχτή και μπήκε. Δεν είχε λειτουργία, αλλά η νεωκόρισσα καθάριζε την εκκλησία και ακουγόταν το θρόισμα της σκούπας στη σιωπή του μισοσκόταδου, λες και οι αρχαίες πυργοδέσποινες περνούσαν από εκεί με τα φορέματά τους από μπροκάρ να σέρνονται στο πάτωμα.

Ψηλά ακουγόταν το αγκομαχητό του Μύλου, ένα αρσενικό καρδιοχτύπι σε αντίθεση προς το θηλυκό κάλεσμα μιας καμπάνας που χτυπούσε τον εσπερινό και στο βάθος του δρόμου περνούσαν χωριάτες με τα ζεμένα βόδια τους, επιβλητικοί αστοί όπως ο ντον Πρέντου, γυναίκες με κανάτια στο κεφάλι.

Ακουγόταν το ακορντεόν που έπαιζε ο Τσουαναντόνι προς τιμήν των νεόνυμφων κι εκείνος ξανάρχισε να θυμάται ένα σωρό πράγματα: το θόρυβο του Μύλου, επάνω στο Νούορο, τα σύννεφα επάνω από το Βουνό Γκονάρε, το θρόισμα των καλαμιών στο φρύδι του λόφου…. «Έφις, θυμάσαι; Έφις, θυμάσαιΤι μεγάλη που έγινε η κουζίνα!

Ο γυιός της ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρη μαύρα πέλαγα. Άμορος είχε γείνη, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θάρθη, και δεν ερχότανε.