United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη. Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα. Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.

Αφήστε τον να κοιμηθή . . . Είνε κρίμα απ' το Θεό . . . Της χίλιαις δραχμαίς θα της δώση αύριο . . . Ας είνε καλά, το παιδάκι μου . . . Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε . . Έχασε τα νειάτα του . . . αρρώστησε το παιδί μου . . . Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ' ασήμι, ακούς! βαθειά κάτω σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη, μέσ' τα λαγούμια, τ' ακούς!.. Αφήστε το, ν' ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάνω κόσμο, κι' ανάλυσε, σαν το κερί το παιδάκι μου! . . . Ας ησυχάση καλά τη νύχτα.

Και λέγανε ακόμα πως σαν εγέρασε πολύ και είδε μέσα στους χάρτες και τα βιβλία, πως ο Χάρος έρχεται να τονέ πάρη, αποθύμησε τη ζωή κι' αποζητούσε τους ανθρώπους κ' ήθελε να γνωρίση την αγάπη. Κι' όσοι περνούσαν μακρυά απ' τον πύργο τα μεσάνυκτα λένε πως άκουγαν μια ραγισμένη φωνή που τραγουδούσε λόγια της αγάπης. Αυτός ήτανε ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Τώρα κοιμάται κάτω απ' αυτό το μάρμαρο.

Ρήσος: Ανήκει στα νεώτερα δράματα της Αττικής Τραγωδίας, κ’ είναι αβέβαιο αν ανήκη στον Ευριπίδη, μολονότι από τους αρχαίους ήδη χρόνους αποδιδόταν σ’ αυτόν. Φαίνεται ν’ ανήκη μάλλον στη σχολή του Φιλοκλέους. Ανάγεται στο ομηρικό επεισόδιο της αρπαγής της Ελένης από τον Πάρη. Η μετάφραση έγινε από τον Άριστο Καμπάνη.

Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άνναλένε πως είναι δύο μέρες δρόμος — κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη.

Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.

Ο Λαλάς μου μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας.

Ξέφραγο ήταν το χτήμα κι αράδιαζαν οι στρατοκόποι μερόνυχτα. Εκείνος τους έβλεπε και δεν έδινε πεντάρα. — Ας πάρη ο κοσμάκης, έλεγε στη μάννα του που του παραπονιόταν βρίσκει και παίρνει. Γιατί ο Θεός έκαμε τους πλούσιους, παρά για να κυβερνιώνται οι φτωχοί; Μα σαν έβλεπε κανένα ζωντανό της Ελπίδας φρένιαζε από το κακό του.

Ηρθε κ' η θεια Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά, γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου: Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας, αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι το κορίτσι. . . Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.