United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' αρχάς η συζήτησις εγίνετο εις την αυλήν, παρά το μαγειρείον, και δεν διεκρίνετο καλώς το αντικείμενόν της, αλλά βαθμηδόν τα πρόσωπα του διαλόγου επλησίασαν εις την είσοδον της οικίας. Ηκούοντο δύο φωναί, η της μαγειρίσσης και άλλη γυναικεία φωνή. Η δευτέρα αύτη ήτο η ηπιωτέρα των δύο, ο δε ήχος της ήτο γλυκύς. Έπρεπε να προσέξη τις διά να εννοήση ότι ήτο γραίας γυναικός φωνή.

Κ' εψέλλισα κ' εγώ τρεμουλιαστά, με σιγανή φωνή: — Η προαίρεσις δίδου! Ο δήμαρχος αμέσως απλώσας εις τον κόλπον του και λαβών ένα τάλληρον, κολλωνάτο, το έρριψεν εις τα ανοικτόν βιβλίον μου χαιρετίσας με: — Και του χρόνου, παιδί μου! Και παπάς! Ενταύθα διεκόπη πάλιν ο καπετάν-Φαφάνας, από λυγμόν πικράς αναμνήσεως.

Αλλ' όλας αυτάς τας συμφοράς επρόλαβε μία γνωστή φωνή: — Επαδά 'σαι, παιδί μου Πηγιό; — Η μάνα μου! ... είπεν ο Μανώλης, απομακρυνόμενος από τον αργαλειόν. — Η ντροπή! εψιθύρισε και η Πηγή εξερχομένη από τον πατητηρρόλακκον κατασκονισμένη, με τα ενδύματα και την κόμην εις αταξίαν.

Ο Απόστολος τον κατάλαβε· ήξερε ότι αυτό υπονοούσε τα χρόνια της μελλοντικής του υπηρεσίας, τις αγωνίες του μελλοντικού του μαρτυρίου· αλλά τώρα δεν ήταν πια ο «Σίμων» αλλά ο «Πέτρος» — η καρδιά της πέτρας ήταν μέσα του· ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την φωνή που του έλεγε «Ακολούθα με» μέχρι θανάτου.

Δεν έχω όνομα εις τα βασίλεια που μένω, απήντησεν η φωνή θλιμμένα. Ήμουν θνητός άλλοτε, τώρα είμαι πνεύμα. Ήμουν αδυσώπητος, τώρα είμαι ελεήμων. Πρέπει να εννοήσης ότι τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν όταν ομιλώ· εν τούτοις τούτο δεν είναι εξ αιτίας της νύκτας αυτής που είναι ψυχρά, της νύκτας αυτής που δεν έχει τέλος. Αλλά δεν ημπορώ να υποφέρω επί πολύ ακόμη την φρίκην αυτήν.

Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε ταναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.

Τότε για να προφυλαχθή από τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο.

Ματρώνα, Πελαγία και Μακρίνα, ενεδύθησαν ράσα και συνέζησαν μετά καλογήρων, αλλά δεν έπραξαν τούτο, ίνα τρώγωσιν ορνίθια την Παρασκευήν και κολάζωσιν Επισκόπους. Μεταξύ της παρωργισμένης ταύτης αγέλης υπήρχον μοναχίσκοι τινές, αποπειρώμενοι ενίοτε να υπερασπίσωσι την ωραίαν Γερμανίδα, αλλ’ η φωνή αυτών απεπνίγενο υπό της γενικής κατακραυγής.

Π. συνεπλήρωσε τον περί Ινδιών διθύραμβόν του με την ευχάριστον επωδήν: «Ελάτε να μ' επισκεφθήτε», οι υγροί της κόρης οφθαλμοί με ητένισαν με μυστηριώδη τινά λάμψιν, εν η αντενακλάτο συγχρόνως η έκφρασις της χαράς, της προσδοκίας, της δεήσεως, προ πάντων της παιδικής εκείνης κολακείας διά των βλεμμάτων, ην αρχαίος τις συγγραφεύς πολύ αφιλοκάλως ωνόμασε «το σκυλακώδες των παιδίων». Εις εμέ τα γοητευτικά εκείνα βλέμματα εφάνησαν ως δύο φωταυγείς του Παραδείσου αγγελίσκοι, οίτινες παρακύπτοντες από του βάθους του γαλανού ουρανού των επανελάμβανον σιγαλή τη φωνή την επωδήν του κ.

Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.