United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σα ναπαντούσε γι’ αυτόν, πρόσθεσε με βία : Στην κουζίνα είναι πλάκες και δεν έχομε στρίποδα. . ούτε και ρούχα- Να πέση στο κρεββάτι μαζί σου κ' εγώ στρώνω χάμω.

Στην κουζίνα είχε φως, όχι όμως το λαμπρό φως όπως στο σπίτι της Γκριζέντα, αλλά ένα πένθιμο λυχνάρι πάνω από τον αρχαίο πάγκο, στη μέση ενός πυκνού σκοταδιού. Όχι, τίποτε δεν είχε αλλάξει: όλα ήταν νεκρά ακόμη. Και ο Έφις σκέφτηκε με πόνο: «Δεν πρέπει να είναι αλήθεια ότι η ντόνα Νοέμι είπε το ναιΕνστικτωδώς προσπάθησε να κρεμάσει το δισάκι στο κρεμαστάρι, αλλά το κρεμαστάρι δεν υπήρχε.

Ξέρω όλη την Αθήνα, και τρυπόνω η μαργιόλα 'στο σαλόνι, 'στην κουζίνα, σ' όλους, σ' όλαις, και εις όλα, για να μάθω κάθε σχέσι, κάθε μια ξετσιπωσιά, αν και διόλου δεν μ' αρέση η πολλή κακογλωσσιά. Ξέρω πράγματα . . . πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη!

Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.

Μπαίνουν, κάθονται γύρω γύρω μες στην κουζίνα σαν φιγούρες ενός ονείρου, συγκεχυμένες, αλλά με τονισμένες κατά περίεργο τρόπο κάποιες λεπτομέρειές τους.

Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε…Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!

Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε: — Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο. — &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο. — Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς. Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή. Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη.

Φαινόταν ν’ ανησυχεί για την κατάληξη που θα είχε η ομελέτα που εκείνη γύριζε προσεχτικά μες στο τηγάνι. Μερικές σταγόνες λάδι έπεσαν επάνω στην πυροστιά, γεμίζοντας την κουζίνα με τσίκνα. Έπειτα το τηγάνισμα συνεχίστηκε ήρεμα και ο Τζατσίντο είπε: «Ήταν μια παλιοδουλειά! Και δεν ήταν και σίγουρη…. Με τόσες ευθύνες!.....» Δεν είπε τίποτε άλλο και η Νοέμι δεν τον ξαναρώτησε.

Εκείνος άκουγε, γαντζωμένος μπρούμυτα στο τοιχάκι και από τη μια μεριά έβλεπε την κουζίνα των κυράδων του και από την άλλη μια ομιχλώδη έκταση, όπως επάνω από το Βουνό Γκονάρε. Η ντόνα Έστερ ανέβαινε από την κοιλάδα με το πρόσωπο σκεπασμένο από μια μαύρη φτερούγα.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.