United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγά σιγά το φως του φώτιζε όλο το μυστηριώδες τοπίο και όπως στο άγγιγμα ενός μαγικού δακτύλου, εξαφανίζονταν όλα. Μια γαλάζια λίμνη πλημμύριζε τον ορίζοντα και η καθάρια και κρύα φθινοπωρινή νύχτα, με τα μεγάλα αστέρια της στον ουρανό και με τις μακρινές φωτιές στη γη, απλωνόταν από τα βουνά προς τη θάλασσα. Μες στη σιγαλιά ο χείμαρρος έρεε, σαν να ήταν το αίμα της αποκοιμισμένης κοιλάδας.

Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού.

Γιατί το κελλί του ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μια αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.

Ψηλά πυρωμένος ο ήλιος φώτιζε την πολιορκία του βουνού, κι' ετοίμαζε τις αγκαθωτές ακτίνες του για να στεφανώσει το νικητή. Πότε όμως θα τελείωνεν αυτό;... Άρχισε να λογαριάζει: — Τώρα έχουνε κυριευθεί τα χαμηλώματα και οι κατότερες καναλιές. Οι ράχες αντιστέκονται κι' αντιστέκονται ακόμα.

Φοβόταν μήπως οι κυράδες του τού βάλουν τις φωνές. ΄Ηξερε ότι αυτό που έκανε ήταν σοβαρό, ίσως λάθος, αλλά δεν μετάνιωνε. Ένα μυστηριώδες χέρι λες και τον έσπρωξε κι εκείνος ήξερε πως όλα όσα γίνονταν έτσι, κάτω από μια υπερφυσική δύναμη, ήταν πράξεις καλές. Περίμενε τον Τζατσίντο μέχρι αργά. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε την κοιλάδα και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε βλαστού.

Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης.

Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο ήταν σε διαρκή κίνηση, λαχάνιαζαν από το τρεχαλητό. Στην αρχή ανέβηκαν στο βουνό Ορτομπένε για το πανηγύρι του Σωτήρος. Ήταν τον Αύγουστο∙ το φεγγάρι μεγάλο, κόκκινο, έβγαινε από τη θάλασσα και φώτιζε τα δάση.

Στο τέλος στη φυσική του σειρά το γούστο αυτό θα γίνη κριτικό και συνειδητό, αλλά στην αρχή θα υπάρχη απλώς σαν καλλιεργημένο ένστικτο· και «όποιος έλαβε την αληθινή τούτη τη μόρφωση του εσωτερικού ανθρώπου, με καθαρό και σίγουρο μάτι θ' αντιληφθή τις παραλείψεις και τα σφάλματα στην Τέχνη ή στη Φύση και μ' ένα γούστο, που δεν μπορεί να γελιέται, ενώ επαινεί ό,τι είναι καλό και βρίσκει ευχαρίστηση σ' αυτό και το δέχεται μες στην ψυχή του και γίνετ' έτσι καλός κ' ευγενικός, θα κατηγορή δίκαια και θα μισή το κακό τώρα στις ημέρες της νειότης του και προτού ακόμα να μπορή να ξέρη το γιατί». Έτσι, όταν αργότερα αναπτυχθή μέσα του το κριτικό και αυτοσυνείδητο πνεύμα, «θα το αναγνωρίση και θα το χαιρετίση σαν ένα φίλο, στον οποίον η μόρφωσή του προ πολλού τον είχε γνωρίσει». Είναι σχεδόν περιττό να σου το πω, Ερνέστε, πόσο εμείς στην Αγγλία μείναμε μακριά απ' αυτό το ιδανικό, και φαντάζομαι το χαμόγελο που θα φώτιζε το γυαλιστερό πρόσωπο του Φιλισταίου, αν τολμούσε κανένας να του υποβάλη ότι ο αληθινός σκοπός της αγωγής είναι η αγάπη του ωραίου και ότι τα μέσα, με τα οποία έπρεπε να εργάζεται η αγωγή, είναι η ανάπτυξη της ιδιοσυγκρασίας, η καλλιέργεια του γούστου και η δημιουργία του κριτικού πνεύματος.

Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.

Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας.